ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

 

Σε συνθήκες γενικευμένης ανέχειας ζει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της Γιούροστατ. 2.150.000 Έλληνες, δηλαδή το 21% του συνολικού πληθυσμού ζουν με λιγότερες από 90.000 δρχ. το μήνα! 1. 000.000 βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχειας για τρία συνεχόμενα έτη! Λίγους μήνες μετά τη "θριαμβευτική" είσοδο στην ΟΝΕ, ο κοινωνικός απολογισμός της ονομαστικής σύγκλισης είναι καταθλιπτικός. Οι Έλληνες εργαζόμενοι, μαζί με τους Πορτογάλους, κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων που βρίσκονται κάτω από το όριο φτώχειας. Αν μάλιστα προσθέσει σε αυτά τα νούμερα και την κατάσταση των αλλοδαπών τότε εκτιμάται ότι το 30% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο φτώχειας. Να σημειωθεί ότι στο 21% περιλαμβάνονται και εργαζόμενοι και όχι μόνο άνεργοι ή συνταξιούχοι και είναι μάλιστα το 14%.

Την ίδια στιγμή τα καθαρά κέρδη των επιχειρηματιών αυξήθηκαν κατά 15% - 24%, ενώ τα ετήσια καθαρά κέρδη ανά εργαζόμενο (που δίνουν μια κάποια εικόνα του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας) ανέρχονται σε 1.734 χιλιάδες δραχμές, από 756.000 το 1995 -δηλαδή αύξηση 129,40% σε μια τετραετία, με μείωση των θέσεων εργασίας κατά 6,5% την ίδια περίοδο.

Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν αποκαλύπτουν μια καίρια συνιστώσα της κυρίαρχης πολιτικής, αυτή που επιζητά με κάθε τρόπο τη μείωση του κόστους εργασίας για τους εργοδότες, δηλαδή τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης. Αυτό το χαρακτηριστικό σφραγίζει την πολιτική των κυβερνήσεων σε όλη την Ε.Ε. Συχνά δικαιολογείται στο όνομα της "ανάπτυξης", της μείωσης του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων, της "ένταξης στην ΟΝΕ", της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης ή της "εθνικής οικονομίας", της "παραμονής στην πρώτη ταχύτητα της ΟΝΕ" κ.λπ.

Είναι όμως γεγονός ότι τη στενωπό των κριτηρίων του Μάαστριχτ που θα εξασφάλιζαν την είσοδο στην ΟΝΕ, τη διαδέχθηκε όχι μια περίοδο μισθολογικής "χαλαρότητας" αλλά η ακόμα μεγαλύτερη στενωπός του "Συμφώνου Σταθερότητας" που υπέγραψαν οι 15 στο Άμστερνταμ, η περίφημη λογική της διατηρησιμότητας την εποχή της ΟΝΕ που εισήγαγε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Αυτή η πολιτική υπηρετείται τόσο από τη σκληρή χωρίς τέλος λιτότητα, όσο και από αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης της εργασίας και της μερικής απασχόλησης, την εκτίναξη της ανεργίας και την ύπαρξη "εφεδρικού εργατικού δυναμικού" που θα συμπιέζει προς τα κάτω τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα κ.λπ. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι περίφημες προτάσεις Γιαννίτση για μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, για αύξηση του επιτρεπόμενου ποσοστού των απολύσεων, για καθιέρωση της μερικής απασχόλησης στο Δημόσιο κ.λπ.

Κρίκος αυτών της πολιτικής είναι λιτότητα στους μισθούς, η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Οι αυξήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο, για την επόμενη χρονιά προβλέπεται αύξηση 2,2%, και αρκετές φορές συνδέεται με νέες μορφές έντασης της εκμετάλλευσης όπως είναι το πριμ παραγωγικότητας, η σύνδεση μισθού - απόδοσης κ.λπ. Στους δημόσιους υπάλληλους οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι καν αντικείμενο των "συλλογικών συμβάσεων" εργασίας όπως δεν περιλαμβάνονται σε αυτές η ασφάλιση. Η υγειονομική περίθαλψη, οι μορφές των εργασιακών σχέσεων.

Ειδικά σε μας τους εκπαιδευτικούς η ύπαρξη του "ενιαίου" μισθολογίου - φτωχολόγιου σε συνδυασμό με τη συνολικότερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει οδηγήσει στην ελάττωση κατά 40% περίπου της αγοραστικής δύναμης των μισθών μας. Πολιτική που θα συνεχιστεί, όπως δήλωσε πρόσφατα ο Χριστοδουλάκης σε συνέντευξη στα ΝΕΑ, με πρόσχημα το κυνήγι μιας καλύτερης θέσης στην ΟΝΕ και την Ολυμπιάδα του 2004.

Συνένοχος σ' αυτή την πολιτική είναι και ο κρατικός, κυβερνητικός συνδικαλισμός που αποδέχεται τις ιδεολογικές σταθερές που θέτει το σύστημα- ΟΝΕ, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, εθνική ανάπτυξη,2004- που υπογράφει δίχρονες συμβάσεις υποταγής (ΓΣΕΕ), συμμετέχει στους "διάλογους" απάτη της κυβέρνησης και του ΣΕΒ, συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις- παρωδία των συλλογικών συμβάσεων ( ΑΔΕΔΥ).

Είναι φανερό ότι είναι πλέον αδήριτη ανάγκη η ανάπτυξη ενός κινήματος ανατροπής της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης, ως τμήμα της συνολικότερης προσπάθειας για ανατροπή της αντεργατικής επίθεσης.Ένα τέτοιο κίνημα απαιτεί να θέσει άλλα κριτήρια, άλλη λογική στην προμετωπίδα του από αυτά που θέτει το υποταγμένο, συμβιβασμένο συνδικαλιστικό κίνημα.

ΕπιστροφήΕπιστροφή