διαγωγή κοσμία

Πολυπληθή τμήματα

του Σταύρου Καλλώνη, 8ο Δ.Σ. Περάματος

Εδώ και δύο περίπου χρόνια, η απόφαση της πολιτείας είναι να δημιουργηθούν τμήματα των 30 παιδιών, εφαρμόζοντας το γράμμα του νόμου 1566/85. Έτσι λοιπόν τα πολυπληθή τμήματα αυξάνονται σταδιακά και αποτελούν μια πραγματικότητα. 

Οι λόγοι που οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, είναι οικονομικοί και μόνο, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν παιδαγωγικοί λόγοι, που να στηρίζουν τον αριθμό αυτό. Είναι άξιο προβληματισμού πως επιλέχτηκε ο αριθμός 30 και όχι 25 ή 20. Μέσα από ποιό επιστημονικό δεδομένο, ποιά μελέτη των χώρων ή των αποτελεσμάτων που δίνει ένα τμήμα 30 παιδιών, έγινε η επιλογή του αριθμού. Ακούστηκαν κάποιοι ψίθυροι για τη δυναμική της ομάδας που εκφράζει ο αριθμός 30 και τίποτα άλλο ουσιαστικό ή κάτι τέλος πάντων που να απαντά στους προβληματισμούς των εκπαιδευτικών.

Συχνά οι εκπαιδευτικοί που βρίσκονται στα πολυπληθή τμήματα, δεν μπορούν να καλύψουν βασικούς στόχους του σχολείου, που τίθενται από την επιστήμη της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής, του αναλυτικού προγράμματος αλλά και των αναγκών της κοινωνίας. Αν ρίξουμε μια ματιά, για παράδειγμα στους συναισθηματικούς στόχους, που πρέπει να καλύπτουμε ως σχολείο, θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί χάνονται μπροστά στην επίτευξη των γνωστικών και μόνο.

            Όλοι μας ως μαχόμενοι εκπαιδευτικοί, έχουμε ζήσει το «ψυχόδραμα» της γλώσσας στην α’ τάξη, όπου η διαδικασία της ολοκλήρωσης των δραστηριοτήτων στα πολυπληθή τμήματα διαρκεί 3 και 4 ώρες πολλές φορές την ημέρα. Ο χρόνος για τη δραματοποίηση, το παιχνίδι, τη μουσική ή ότι άλλο εκτός από γλώσσα δεν υπάρχει. Φυσικά κρατάμε τα προσχήματα στα μαθηματικά. Αυτό βέβαια ισχύει και για τις άλλες τάξεις του σχολείου σε βάρος των λεγόμενων δευτερευόντων μαθημάτων.

            Αποτελεί κατόρθωμα το να χωρέσουν όλες οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες που προβλέπονται και απαιτούνται μέσα στους προβλεπόμενους χρόνους (1:30΄ για τη γλώσσα ή 45’ για τα άλλα μαθήματα) έτσι που να επιτευχθούν όλοι οι στόχοι του Προγράμματος Σπουδών. Αν προσέξουμε λίγο, θα δούμε ότι το βιβλίο για το δάσκαλο στην α΄τάξη στο μάθημα της γλώσσας, συνιστά την παράταση της διδασκαλίας των σταδίων πρώτης ανάγνωσης και γραφής, όταν τα τμήματα είναι πολυπληθή ή παρουσιάζουν άλλες δυσκολίες (π.χ. μονοθέσια).

            Οι δυσκολίες μεγαλώνουν όταν αυξάνει ο βαθμός ανομοιογένειας του επιπέδου των παιδιών μιας τάξης ως προς τη μαθησιακή ικανότητα ή την κοινωνική προέλευση των μαθητών. Ο δάσκαλος από την πλευρά του, χάνει το πλεονέκτημα της εξατομικευμένης διδασκαλίας, μιας διαδικασίας που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη μείωση κοινωνικών ανισοτήτων, κάλυψη απρογραμμάτιστων δυσκολιών (π.χ. απουσίες ασθένειας μαθητών), κ.ά.  Στα πολυπληθή 

τμήματα, πολλές φορές χάνεται η εύρυθμη λειτουργία καθώς και το περιθώριο στάθμισης  των δυσκολιών  (π.χ. ψυχολογικές, μαθησιακές) και επομένως η έγκαιρη αντιμετώπιση τους. Συχνά

ακούμε να μιλάνε για τα μεγάλα τμήματα των ιδιωτικών ή κάποιων πρότυπων σχολείων όπου υπάρχουν θετικά αποτελέσματα, παρ΄ όλο που φοιτούν σε κάθε τμήμα 30 και πάνω, πολλές φορές,  παιδιά. Εδώ όμως πρέπει να πούμε ότι γι΄αυτά τα τμήματα οι μαθητές έχουν επιλεγεί με κάποια κριτήρια ή αυτόματα θα λέγαμε  μέσα από την κοινωνική τους προέλευση, καθώς δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να πληρώνουν δίδακτρα.

            Είναι φανερό ότι και στα ιδιωτικά σχολεία, οι λόγοι που επιβάλλουν τα πολυπληθή τμήματα είναι οικονομικοί. Αντίθετα, ένα παράδειγμα που δηλώνει ότι ο μικρός αριθμός μαθητών ανά τμήμα, βοηθάει την καλύτερη λειτουργία των συνθηκών μάθησης, είναι τα φροντιστήρια με τα ολιγομελή τμήματα (ξένων γλωσσών κ.ά.), όπου αυτό το γεγονός αποτελεί βασικό ατού στις διαφημιστικές τους καμπάνιες.

            Η πολιτεία από την πλευρά της, κάνοντας μια διαίρεση του αριθμού μαθητών ανά δάσκαλο καταλήγει σ΄ ένα αριθμό. Αυτό όμως δε μπορεί να ισχύει γιατί υπάρχουν οι γεωγραφικές ανισότητες (π.χ. Λειψοί, 5 δάσκαλοι για 60 μαθητές ή οι αραιοκατοικημένες και πυκνοκατοικημένες) και οι κοινωνικές (π.χ. παιδιά από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα χρειάζονται μεγαλύτερες πολλές φορές βοήθεια). Σ΄αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις αναγκαστικά ο νόμος δεν μπορεί να ισχύσει. Τη δυνατότητα κατανομής σ΄αυτές τις περιπτώσεις «αποφασίζει» ο προϊστάμενος – εφαρμόζει ή δεν εφαρμόζει το νόμο – της διεύθυνσης ή του γραφείου.

            Στην αδυναμία του νόμου να ορίσει ευδιάκριτα κριτήρια για το πότε πρέπει να χωρίζεται ένα τμήμα, δημιουργείται άλλη μια ανισότητα. Σε μια περιοχή δηλαδή ένας προϊστάμενος χωρίζει ένα τμήμα και ακριβώς στο γειτονικό γραφείο  Π.Ε. ή ακόμα και στο ίδιο γραφείο, κάποιος άλλος όχι. Ο ρόλος των σχολικών συμβούλων, που είναι οι αρμόδιοι για εκπαιδευτικά θέματα είναι διακοσμητικός, αφού την τελική απόφαση την έχει ο προϊστάμενος.

            Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση των πολυπληθών τμήματων, θα πρέπει η πολιτεία να φανεί γεναιόδωρη και να πάρει κάποιες αποφάσεις. Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν  κριτήρια που θα λαμβάνονται υποχρεωτικά υπ’ όψη, όπως η κοινωνική προέλευση των μαθητών, η μαθησιακή ικανότητα,  ο αριθμός οικονομικών μεταναστών, η παρουσία μειονοτικών ομάδων ( π.χ. τσιγγάνοι), η χωροταξική κατάσταση του σχολείου ή ό,τι μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα μάθησης.

            Στη διαδικασία καταγραφής των κριτηρίων, αποφασιστικό λόγο θα πρέπει να έχει ο δάσκαλος και ο σύλλογος διδασκόντων ως γνώστες της κατάστασης, οι οποίοι θα παρουσιάζουν το σκεπτικό τους μέσα από τα επιστημονικά δεδομένα και σε συνεργασία με τους σχολικούς συμβούλους.  Όσο για το οικονομικό κόστος, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο, για μια τόσο σημαντική προσφορά στη μόρφωση που αποτελεί κοινωνικό αγαθό.

  Επιστροφή στα Εντυπα των ΚινήσεωνΕπιστροφή