Το χρώμα στα σχολικά κτίρια

Της Νατάσας Αγγελοπούλου

 

 Η αντιμετώπιση των σχολικών κτιρίων και των αύλειων χώρων τους, από χρωματική άποψη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (με εξαίρεση τα νηπιαγωγεία), είναι πολύ χαρακτηριστική και παραπέμπει πολύ εξόφθαλμα στα ιδεολογήματα που προωθεί το σχολείο και την ιεραρχική οργάνωση που συνοδεύει τη μεταβίβαση της γνώσης.

Η χρήση του χρώματος στο σχολικό χώρο, πιστεύουμε ότι εκπέμπει νοήματα για την θεσμοθετημένη, κρατικά ελεγχόμενη εκπαιδευτική διαδικασία, με πολύ πιο σαφή τρόπο, από όλους τους άλλους τομείς της εκπαίδευσης όπου υπεισέρχεται (το χρώμα).

1) Τα σχολικά κτίρια είναι γκρίζα, ουδέτερα, ουσιαστικά αχρωματικά.

Οι λίγες χρωματιστές εξαιρέσεις είναι αυτές που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Στους αύλειους χώρους επικρατεί σχεδόν αποκλειστικά η γκρίζα άσφαλτος και το πράσινο είναι ανύπαρκτο. Ούτε ένα δέντρο, ούτε ένας θάμνος, ούτε ένα παιχνίδι παιδικής χαράς. Ο λόγος δεν φαίνεται να είναι κυρίως οικονομικός, γιατί και εκεί όπου προϋπάρχουν δέντρα, συνήθως ξυρίζονται αλύπητα. Από τη μια αποτελούν οπτικό εμπόδιο στην πρακτική της απόλυτης και συνεχούς παρακολούθησης όλων των δραστηριοτήτων των μαθητών, ακόμα και κατά την ώρα του διαλείμματος. Από την άλλη, φαίνονται να καταστρέφουν "την απόλυτη αρμονία του γκρι".

Τα σχολικά κτίρια δεν ξεχωρίζουν, μέσα στο γκρίζο τοπίο της σύγχρονης μεγαλούπολης, του νέφους και της ισοπέδωσης. Ταυτίζονται με αυτό και δεν αποτελούν σημεία αναφοράς. Δεν είναι κατασκευασμένα για να ελκύουν αλλά για να καλύπτουν απλώς τις ανάγκες της υποχρεωτικότητας της εκπαίδευσης.

Παραπέμπουν σε μια γνώση "σοβαρή", γκρίζα, ασπρόμαυρη, κλειστή, τελειωμένη. Η κατάκτηση της γνώσης δεν συνοδεύεται με τη χαρά της ανακάλυψης και της δημιουργίας, δεν επιτρέπει το χάος και την αταξία, δημιουργεί πλήξη και μεταβιβάζεται έτοιμη, πακεταρισμένη, προκαθορισμένη, χωρίς εκπλήξεις και τόλμη, χωρίς διακοπές και ασυνέχειες.

2) Τα σχολικά κτίρια είναι χρωματικά ομοιόμορφα

Ακόμα και εκεί όπου γίνεται χρήση του χρώματος, η απόλυτη ομοιομορφία αποτελεί κανόνα απαράβατο. Το χρώμα χρησιμοποιείται για να υπερτονίσει, μια ήδη προϋπάρχουσα από τη δομή και τους όγκους του κτιρίου ομοιομορφία, ή και για να ισοπεδώσει τυχόν υπάρχουσες μικροδιαφορές.

Ο συνδυασμός του ροζ και του γκρι, παρ΄ ότι θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι τολμηρός, γίνεται με τέτοιο τρόπο, που οδηγεί στην ίδια ισοπεδωτική ομοιομορφία: Όλα τα τοιχοπετάσματα είναι ροζ, όλες οι πλάκες και οι κολώνες είναι γκρι, όλα τα κουφώματα είναι άσπρα. Έτσι όχι μόνο όλες οι αίθουσες διδασκαλίας είναι ίδιες και μονότονα επαναλαμβανόμενες, αλλά ακόμα και ο χώρος του κλιμακοστασίου, που από τη διάταξη των όγκων του κτιρίου θα μπορούσε να διακρίνεται, χάνεται μέσα στην απόλυτη χρωματική ομοιομορφία.

Συνήθως το μόνο που φέρνει μπροστά η χρήση του χρώματος είναι ο φέρων οργανισμός του κτιρίου. Αν πίσω από τις κολώνες βρίσκεται αίθουσα διδασκαλίας, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, γραφείο κυλικείο, ή ο,τιδήποτε άλλο είναι παντελώς αδιάφορο.

Οι μαθητές δεν μπορούν να ταυτιστούν με το χώρο τους, με τη δική τους αίθουσα διδασκαλίας, δεν έχουν σημεία αναφοράς, βιώνουν τον εαυτό τους σαν το αδιάφορο τμήμα ενός αδιαφοροποίητου συνόλου που υπακούει μόνο στην ηλικιακή κλιμάκωση των τάξεων και τις δεδομένες ιεραρχίες και πειθαρχίες του σχολικού θεσμού.

Μπορεί οι έντονες κόκκινες πόρτες να φαίνονται πιο χαρούμενες από τις καφέ ή τις μαύρες ενός άλλου σχολείου, αλλά είναι πανομοιότυπες για όλες τις αίθουσες διδασκαλίας. Ενώ η χρήση της "απόλυτης αρμονίας του γκρι" κατορθώνει να ισοπεδώσει την όψη του σχολείου όπου γίνεται προσπάθεια με το ελαφρύ παίξιμο στους όγκους, και την έμφαση στις εισόδους, να αποφευχθεί η οπτική ομοιομορφία.

Εδώ βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η χρωματική ομοιομορφία, δεν είναι άσχετη, αλλά ανταποκρίνεται πολύ καλά με την ομοιομορφία των χώρων, την εν σειρά επανάληψη του ίδιου στοιχείου (της αίθουσας διδασκαλίας) χωρίς διαφοροποιήσεις.

Η χρωματική ομοιομορφία των σχολικών κτιρίων παραπέμπει σε μια γνώση προκατασκευασμένη, προκαθορισμένη εκ των προτέρων οργανωμένη με τον ίδιο τρόπο απέναντι σ' όλους τους μαθητές, ισοπεδωτική, που απεχθάνεται την πρωτοτυπία και την διαφορά.

Η προσφερόμενη στο σχολείο, η προς μεταβίβαση γνώση, είναι προκαθορισμένη και οργανωμένη, έτσι που να ανταποκρίνεται στα standards των μαθητών της μεσαίας αστικής τάξης, με συγκεκριμένα εθνικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά χαρακτηριστικά, και απαιτεί από όλους τους μαθητές να ανταποκριθούν σ' αυτά τα standards, τους αξιολογεί και τους κατατάσσει ιεραρχικά, σύμφωνα με αυτά.

Υποκρινόμενη ότι αγνοεί τις κοινωνικές ανισότητες, τις αναπαράγει εντατικά.

Η προσφορά της προς μεταβίβαση γνώσης, γίνεται ισοπεδώνοντας ταξικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, ακόμα και ηλικιακές διαφορές και ο έλεγχος και η αξιολόγηση του βαθμού κατάκτησης της τις αναπαράγει και τις διογκώνει, ενοχοποιώντας ταυτόχρονα τους μαθητές - φορείς των διαφορών για ανικανότητα και αναξιότητα. Η ισοπεδωτική ομοιομορφία, παραπέμπει όχι σε συνειδητή συλλογικότητα που σέβεται και συνθέτει τις διαφορές, αλλά σε υποχρεωτική πειθαρχία σε ρητούς εξωτερικούς κανόνες στους οποίους ελάχιστο ποσοστό μαθητών είναι σε θέση να ανταποκριθεί ικανοποιητικά.

3) Η χρωματική ουδετερότητα και ομοιομορφία στο εξωτερικό των σχολικών κτιρίων ακολουθείται αυστηρά και στο εσωτερικό τους, αλλά και στην κάθε αίθουσα διδασκαλία χωριστά.

Το μόνο στοιχείο που διαφοροποιείται χρωματικά στο εσωτερικό της αίθουσας διδασκαλίας είναι ο μαυροπίνακας: εδώ επιδεικνύεται η απόλυτη, κλειστή και μόνη αποδεκτή γνώση του σχολικού θεσμού με φορέα τον εκπαιδευτικό· μπροστά σ' αυτόν "ανακρίνεται" ελέγχεται και αξιολογείται, με τη μαρτυρία όλης της τάξης, η ικανότητα του κάθε μαθητή ν' ανταποκριθεί σε κάθε κομματάκι αυτής της απόλυτης εξουσίας του εκπαιδευτικού απέναντι στους μαθητές, και της δημόσιας έκθεσης και απόρριψης των μη επιθυμητών από το σχολικό θεσμό διαφορών.

4) Η χρωματική αντιμετώπιση των σχολικών κτιρίων παραπέμπει έντονα σε εργοστάσια ή φυλακές. Το εργοστάσιο παράγει εν σειρά τυποποιημένα βιομηχανικά προϊόντα.

Το σχολείο χρησιμοποιεί τους μαθητές σαν πρώτη ύλη, για να "παράγει", εν σειρά, πολίτες ανελαστικούς και πειθαρχημένους, έτοιμους για να ενταχθούν ικανοποιητικά σε κάποιο, ιεραρχικά τοποθετημένο, ανώτερο ή κατώτερο, σημείο, της βιομηχανικής παραγωγής. Η υποχρεωτική απόκτηση της γνώσης (της γνώσης με τους όρους που σκιαγραφήθηκε προηγούμενα) συνοδεύεται με μια λογική μακροχρόνιου "εγκλεισμού" παρόμοιου με αυτόν που χαρακτηρίζει τις φυλακές.

Οι αίθουσες διδασκαλίας θυμίζουν τα κελιά, οι εκπαιδευτικοί συχνά τους δεσμοφύλακες, και οι πιο πειθαρχικοί μαθητές, μπορούν να έρχονται σε επαφή με το διοικητικό μηχανισμό του σχολείου και να αντλούν προνόμια απ' αυτήν (την επαφή).

Η παιδική και η εφηβική ηλικία ουσιαστικά τιμωρείται, αποκλείεται από την υπόλοιπη κοινωνία, γιατί μπορεί να είναι δυνάμει ανατρεπτική.

5) Η χρωματική αντιμετώπιση των σχολικών κτιρίων είναι μίζερη.

Αν παρατηρήσει κανείς συγκριτικά ένα σχολικό και ένα εμπορικό κτίριο μπορεί να κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.

 

α) Ενώ τα χρώματα που χρησιμοποιούνται και στα δύο κτίρια είναι, ονομαστικά τουλάχιστον, τα ίδια, δηλ. μπεζ, καφέ, λαδί, μπλε και στο δάπεδο του αύλειου χώρου γκρι, το χρωματικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι εντελώς διαφορετικό. Το σχολικό κτίριο δίνει την εντύπωση της μιζέριας, της εξαθλίωσης, της εγκατάλειψης, ενώ το εμπορικό κτίριο δίνει την εντύπωση της χαρούμενης, ελκυστικής και με μέτρο πολυτέλειας.

Το εμπορικό κτίριο έχει αντιμετωπιστεί προσεχτικά, με την αναζήτηση της αισθητικής απόλαυσης από τη χρήση των χρωμάτων, ενώ στο σχολικό κτίριο τα χρώματα δίνουν την εντύπωση ότι χρησιμοποιήθηκαν και συμβατικά και τυχαία, απλά γιατί οι σοβάδες και το μπετόν δεν έπρεπε να παραμείνουν ακάλυπτα, χρησιμοποιήθηκαν δηλ. σαν το υποχρεωτικό τελείωμα της κατασκευής.

Αυτή η εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στο χρώμα στο ένα και στο άλλο κτίριο, παραπέμπει πιστεύουμε ευθέως στις προτεραιότητες του κοινωνικού σχηματισμού που την παράγει. Η αναζήτηση της αισθητικής απόλαυσης μέσω του χρώματος είναι εφικτή μόνον εκεί όπου μπορεί να αποφέρει κέρδος. Αυτή η αγοραία λογική ελκύει πελάτες στο Flo-cafe, ενώ εξωθεί μαθητές και εκπαιδευτικούς να μισήσουν το σχολείο, αφού δεν μπορούν να το αποφύγουν.

GRAFFITIES: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ "ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΩΝ"
'Η Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ

Αλλά ευτυχώς τα (κατά την επιστημονική ορολογία) "εκπαιδευτικά υποκείμενα", δεν είναι μόνον υποζύγια, δεν είναι μόνον εν σειρά παραγόμενα προϊόντα, για τα γρανάζια μιας μηχανής που πιστεύει ότι είναι καλολαδωμένη. Διαθέτουν ακόμα ψυχή, φαντασία, ευαισθησία, τόλμη, οργή και διάθεση για ανατροπή.

Οι μαθητές, 15 και 18 χρόνων, της δεκαετίας του '90, παιδιά των συμβιβασμένων (συνήθως) μπαμπάδων της γενιάς του Πολυτεχνείου, ζουν, υπάρχουν, αναπνέουν και θέλουν να εκφραστούν. Και οι τρόποι που βρίσκουν είναι καινούριοι, απροσδόκητοι, τολμηροί.

Τα Graffities της δεκαετίας '80 και '90, τινάζουν στον αέρα την χρωματική ουδετερότητα και ομοιομορφία που επιβάλλουν τα σχολικά τους κτίρια, σπάνε τα όρια της γκρίζας εκπαιδευτικής τους φυλακής, και αμφισβητούν στην πράξη το ρόλο του χρώματος και της τέχνης, σαν μιας περιττής πολυτέλειας, για να ασχολείται μαζί της μια περιθωριακή ελίτ, των σαλονιών και των galleries.

Ας ξεκινήσουμε με τα δικά τους λόγια: 

"Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς το πρωί και ο γκρίζος τοίχος απέναντί σου να έχει χαθεί, να έχει γίνει σκέτο χρώμα;

Νοιώθεις...

...Το graffiti δεν είναι μόνο χρώμα. Είναι λόγος και στάση ζωής. Όταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο, που τον θέλουν γκρίζο, κάνεις μια δήλωση" (Ιωσηφίδης Κ., (1991), Αθήνα: Ακτή - Οξύ, Το graffity στην Ελλάδα/ το χρώμα της πόλης, σελ. 66).

Οι "Graffit -άδες" λοιπόν (δική τους η ονομασία), είναι πριν απ' όλα ένα κίνημα, έστω και αν δεν αυτοπροσδιορίζονται μ' αυτήν την ορολογία αλλά με λέξεις πιο απλές και άμεσες. 

Ένα κίνημα που δεν ξεκινάει απ' τα σαλόνια των διανοούμενων καλλιτεχνών, αλλά από τις τάξεις - κελιά των ελληνικών σχολείων. Ένα κίνημα των δρόμων, των τοίχων, των σχολείων, του μετρό. Ζουν και δημιουργούν μέσα στην παρανομία, παρά τις περιστασιακές προσπάθειες κάποιων δήμων να το εντάξουν και να το αφομοιώσουν. Ένα κίνημα που προσβλέπει στην στιγμιαία έκφραση και όχι στην αιωνιότητα, και στην απεριόριστη σε έκταση και ένταση εκφραστική και επικοινωνιακή δυνατότητα, που σου δίνουν οι μεγάλες επιφάνειες του δομημένου ή μη (Βαγόνια ΟΣΕ και ΗΣΑΠ) χώρου της πόλης, και όχι στα προκαθoρισμένα και στενά όρια ενός φύλλου χαρτιού ή ενός τελάρου. Ένα κίνημα που για να εκφραστεί, δεν χρειάστηκε να διδαχτεί το "Νόμο" και την "Τάξη" της "απόλυτης αρμονίας των χρωμάτων", αλλά ακριβώς με αυτά έρχεται σε ευθεία σύγκρουση.

"Σήμερα σ' όλη τη χώρα, απ' την Κρήτη ως την Καβάλα, γειτονιές και νέοι, δονούνται στα χρώματα των σπρέι. Τα κυνηγητά με την αστυνομία οι κατηγορίες και οι προσπάθειες να βρίσκουν τρόπους διαφυγής είναι στην ημερήσια διάταξη. Από τη μία πλευρά.... σχολεία αναθέτουν σε μαθητές, μετά από την πίεση των writers, τη διακόσμηση των χωρών τους με σπρέι... από την άλλη έχουμε και το πιο εντυπωσιακό και δυναμικό κομμάτι του graff... αυτό του (χτυπήματος) σε βαγόνια και τοίχους... Το παιχνίδι γάτας - ποντικού συνεχίζεται για χρόνια με εποχιακές εξάρσεις ("Ιωσηφίδης Κ., Αθήνα :Ακτή - Οξύ, το graffiti στην Ελλάδα/ το χρώμα της πόλης, σελ. 73).

Ένα κίνημα τέλος που συνυπάρχει και ανθίζει, παράλληλα και ταυτόχρονα με τις μαθητικές καταλήψεις του '91 και '92 και του '99, που σημάδεψαν πολιτικά τη δεκαετία του '90.

Αλλά ας δούμε και από λίγο πιο κοντά, λίγο πιο προσεχτικά τι είναι από πλευράς τεχνικής το graffiti, με ποιο τρόπο κάνει χρήση του χρώματος και τι αμφισβητεί στην πράξη.

α) Στα graffiti χρησιμοποιούνται κάποια σπρέι και αερογράφοι, που δίνουν τη δυνατότητα για μεγάλη ταχύτητα στην εκτέλεση και ευνοούν έτσι την πρακτική του χτυπάω, και φεύγω.

Η λέξη χτύπημα που χρησιμοποιούν οι graffit-άδες έχει πολυσήμαντο ιδεολογικό μήνυμα:

- Είναι λέξη που ξεφεύγει εντελώς από την καθώς πρέπει ορολογία του σχολείου και του μαθήματος των εικαστικών και δηλώνει ότι οι δημιουργοί του χτυπήματος, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το κατεστημένο του σχολείου 

- δηλώνει την εξέγερση απέναντι στην γκρίζα, ουδέτερη, χρωματική ομοιομορφία και μιζέρια των σχολικών χώρων, αλλά και των υπόλοιπων χώρων της πόλης: η "απόλυτη αρμονία του γκρι" τινάζεται στον αέρα.

- δηλώνει τέλος την εξέγερση ενάντια στην ανωνυμία και την παραγωγή εν σειρά μαθητών σαν τυποποιημένα βιομηχανικά προϊόντα: το (χτύπημα) των graffit -άδων είναι πριν από όλα υπογραφή: υπάρχω, είμαι εδώ, έχω όνομα, και τη συλλογικότητα την βιώνω μέσα απ' την ατομικότητα μου. Με τα δικά τους τα λόγια: "Χτύπα παντού το όνομα σου, δείξε τους πως είσαι εδώ, κάνε αισθητή την παρουσία σου" (Ιωσηφίδης Κ., (1991), Αθήνα - Οξύ, Το graffiti στην Ελλάδα/ το χρώμα της πόλης, σελ. 66).

 

β) "Εναντιωθείτε στο γκρίζο της πόλης... Βάψτε τη μαύρη" (Ο.π., σελ. 73)

Οι συνθέσεις των graffit -άδων ξεκινούν με έντονα και παχιά μαύρα περιγράμματα πάνω σε μαύρο φόντο. Συνήθως συνοδεύονται με τα ανάλογα συνθήματα: "Θα τη βάψετε" ή "Εσείς θα τη βάψετε" 

Είναι η πρώτη, γεμάτη ένταση, κραυγή αγωνίας απέναντι στην επιβαλλόμενη γκρίζα ομοιομορφία του σχολείου και της πόλης, μια κραυγή αγωνίας που μοιάζει επιθανάτια. 

γ) Ακολουθεί μια πραγματική έκρηξη χρωμάτων και σχημάτων, στους πιο προκλητικούς, έντονους και τολμηρούς συνδυασμούς: το πανηγύρι της εξέγερσης και της ανατροπής. 

Επιστροφή στα Εντυπα των ΚινήσεωνΕπιστροφή