ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ


 

Οι ιστορικές αναφορές της αξιολόγησης

Α. Γενικά

Ιστορικά, και πάντα σε σχέση με τον τρόπο παραγωγής και τον αντίστοιχο κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και σε συνάρτηση με τον Επιλεκτικό - Κατανεμητικό - Αναπαραγωγικό ρόλο κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, διακρίνουμε τρεις μορφές αξιολόγησης:

1. ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Η μορφή αυτή αξιολόγησης αναφέρεται στην φεουδαρχική κοινωνία, όπου τα προνόμια μεταβιβάζονται κληρονομικά και η εκπαίδευση δεν έχει το σημερινό γενικευμένο χαρακτήρα. Ο ρόλος της εκπαίδευσης εδώ, άρα κατ' αντιστοιχία και της αξιολόγησης, είναι η εγχάραξη στους γόνους της κυρίαρχης τάξης -που είναι και οι κατ' εξοχήν χρήστες της εκπαιδευτικής διαδικασίας- όλων εκείνων των αξιών, στάσεων, αντιλήψεων (ιδεολογία) που θα τους εντάξουν στην διευθύνουσα κοινωνική ομάδα-τάξη.

2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Είναι γέννημα της βιομηχανικής επανάστασης. Το εκπαιδευτικό σύστημα απαιτεί πια τον επιλεκτικό του χαρακτήρα, ενώ εμφανίζονται οι τίτλοι σπουδών (ενδεικτικά), "πού δίνουν την ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας στην διαδικασία ένταξης στην ιεραρχημένη κλίμακα των μισθωτών". Η καινοτομία αυτής της μορφής αξιολόγησης βρίσκεται στην εισαγωγή της κλίμακας βαθμολογίας (λεκτικής ή και αριθμητικής) για την ανίχνευση του βαθμού εγκόλπωσης των παρεχόμενων "γνώσεων" και "δεξιοτήτων".

Με το νέο σύστημα αξιολόγησης, υπό το φως των νέων σχέσεων κοινωνίας, τρόπου παραγωγής και αγοράς εργασίας, που υπαγορεύουν την διαρκή εμπλοκή σχολείου και οικονομίας, επιτυγχάνεται:

3. ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ:

Εμφανίζεται μετά το 1920 για την Αμερική και από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 για τη Δ. Ευρώπη. "Είναι η περίοδος που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τη συστηματική εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, την αυξημένη συσσώρευση κεφαλαίων, την μηχανοποίηση και αυτοματοποίηση της παραγωγής". Στα πλαίσια αυτά η συναρμογή εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας γίνεται στενότερη. Η απόκτηση μιας ειδικότητας δεν γίνεται πια στο χώρο εργασίας, αλλά απαιτεί γνώσεις και δεξιότητες, καθώς και τη μύηση σ' ένα ορισμένο πολιτισμικό πρότυπο, που μεταδίδονται μέσω της επίσης εκπαίδευσης.

Στη βάση αυτή το σύστημα αξιολόγησης εκλογικεύεται και ορθολογικοποιείται:

Β. Αξιολόγηση και Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

Η εξέλιξη της μορφής και του ρόλου της αξιολόγησης-εξετάσεων στα πλαίσια του εκπαιδευτικού μας συστήματος παρακολουθεί τις κοινωνικο-οικονομικές προσαρμογές της Ελληνικής κοινωνίας.

Διακρίνουμε -συμβατικά- τρεις φάσεις:

ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ 1834-1875

Κατά την περίοδο αυτή, οι εξετάσεις είναι προφορικές, έχουν εορταστικό χαρακτήρα και εποπτεύονται από εξεταστική επιτροπή αποτελούμενη από μέλη της τοπικής κοινότητας. Από την εγκύκλιο 7538 του 1835 διαβάζουμε: "Η εξέταση πρέπει να συνίσταται εις δύο: Πρώτον εις το να αποδώση ο διδάσκαλος λόγον εις τον δήμον περί του πνεύματος και του τρόπου διδασκαλίας … και δεύτερον εις το να πληροφορήση τους παρόντας … περί της ορθής και δικαίας κρίσεώς του και επομένως να βραβεύση τους αριστεύσαντας…" . Κατά τα λοιπά, η αξιολόγηση είναι εσωτερική υπόθεση του σχολείου και ο δάσκαλος εκφέρει γενική κρίση για την επίδοση του μαθητή χρησιμοποιώντας μια τριβάθμια ως εξαβάθμια κλίμακα λεκτικών προσδιορισμών (άριστα, λίαν καλώς, καλώς κ.λπ.). Η συμβολή δε αυτής της μορφής εξετάσεων στην εσωτερική παιδαγωγική σχέση είναι κυρίως η Ιεράρχιση των μαθητών μεταξύ τους και η καλλιέργεια της άμιλλας.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ 1875 - 1940

Στην αρχή αυτής της φάσης η ελληνική κοινωνία αρχίζει να μετεξελίσσεται. Εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια εκβιομηχάνισης της παραγωγής και η οικονομία βελτιώνεται. Η αστική τάξη εμφανίζεται στο προσκήνιο ενώ η ολιγαρχία περιορίζεται. Το σχολείο αρχίζει να αποκτά τον επιλεκτικό του χαρακτήρα, καθώς συνδέεται όλο και πιο στενά με την αγορά εργασίας. Η αξιολόγηση μετατρέπεται από ενδοσχολική διαδικασία διάκρισης των μαθητών σε μέσο "πίεσης" προς ορισμένη κοινωνικο-επαγγελματική κατεύθυνση.

Οι εξετάσεις από προφορικές μετατρέπονται σε γραπτές, η βαθμολογική κλίμακα διευρύνεται και γίνεται αριθμητική, η εξεταστέα ύλη πολλαπλασιάζεται, ο τρόπος εξέτασης γίνεται πιο αυστηρός και γενικά η αξιολόγηση "εξαντικειμενικοποιείται" και "αποπροσωποποιείται". Ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας στην εσωτερική λειτουργία του σχολείου αυξάνεται, ενώ η αυτονομία του δασκάλου και ο ρόλος της τοπικής κοινότητας περιορίζονται. Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παγιώνει τον συγκεντρωτικό του χαρακτήρα.

Με την μεταρρύθμιση του 1929, ο ρόλος των εξετάσεων ενισχύεται. Ολοένα και πιο ρητά στα διάφορα νομοθετικά κείμενα τονίζεται ο ρόλος τους ως εργαλείου επιολογής και κατανομής του μαθητικού πληθυσμού σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομίας.

ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ 1940 - ΣΗΜΕΡΑ

Στο σημείο αυτό, οι αναφορές μας θα εστιαστούν στη σημερινή λειτουργία της αξιολόγησης και για λόγους οικονομίας του κειμένου, αλλά και γιατί είναι γνωστή σε όλους η σύνδεση της εκπαίδευσης με την παθολογία του ελληνικού πολιτικού συστήματος μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70.

Οι εξετάσεις σήμερα -και αναφέρομαι κυρίως στις εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ αποτελούν το κεντρικό δομικό στοιχείο του εκπαιδευτικού μας συστήματος, γύρω απ' αυτές στρέφεται ολόκληρη η λειτουργία της εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλες οι "μεταρρυθμιστικές" προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών - αλλά και τελευταία που εξαγγέλλεται- οικοδομούνται γύρω από το εξεταστικό σύστημα.

Συνέπεια των παραπάνω είναι:

ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΙΑ ΑΥΤΟΝΟΗΤΗ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ;

Η αξιολόγηση, κατά την άποψή μας, ούτε κοινωνιολογικά ούτε μεθοδολογικά (επιστημολογικά) είναι αυτονόητη. Η εγχάραξή της ως αυτονόητης, για το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων, προϋποθέτει την κυριαρχία μιας σειράς εκ των προτέρων παραδοχών:

α) Κοινωνιολογικές παραδοχές:

β) Επιστημολογικές παραδοχές:

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ 

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η εκπαιδευτική λειτουργία είναι μια διαδικασία όχι μόνο εκμάθησης τεχνικών δεξιοτήτων και επιστημονικών γνώσεων, αλλά και αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, αναπαραγωγής δηλαδή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και των ιεραρχικών εξουσιαστικών σχέσεων που την αποτελούν.

Ο σχολικός μηχανισμός συμβάλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Δηλαδή, συμβάλει στη μετάδοση της αστικής ιδεολογίας. Επίσης, παράγει τον υλικό καταμερισμό των ατόμων στο εσωτερικό του θεσμού, διοχετεύοντάς τους στους διάφορους τύπους και είδη σχολείων. Μοιράζοντας όμως τον μαθητικό πληθυσμό στο εσωτερικό του, το σχολείο τον κατατάσσει και στις θέσεις της καταμερισμένης κοινωνικής εργασίας.

Σχηματικά θα λέγαμε ότι ο σχολικός μηχανισμός οδηγεί στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων με την υλική αναπαραγωγή της ταξικής διαίρεσης και την επιβολή των ιδεολογικών προϋποθέσεων για την διατήρηση των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής ανάμεσα στις δύο ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις.

Α. Η αξιολόγηση ως διαδικασία αποκλεισμού/διαχωρισμού

Εδώ αναφερόμαστε στην αξιολόγηση ως "μέθοδο" επιλογής" , ως μέθοδο δηλαδή που συμβάλλει στην αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.

Τα αριθμητικά δεδομένα της εκπαίδευσης -τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες της Δ. Ευρώπης και την Αμερική- δείχνουν ότι ο αξιολογικός μηχανισμός λειτουργώντας επιλεκτικά υποδιαιρεί τον μαθητικό πληθυσμό σε δύο υποσύνολα: α) Στη μεγάλη μάζα που φτάνει μέχρι το απολυτήριο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και β) στη μειοψηφία εκείνων που θα ακολουθήσουν ανώτατες σπουδές.

Με μια άλλη διατύπωση "Το σχολείο δεν είναι ένα … Υπάρχουν δύο σχολεία διαφορετικά, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους στην πραγματικότητα. Το ένα είναι προορισμένο για την πλειοψηφία και οδηγεί με δύο ή τρία χρόνια ειδίκευσης μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, οδηγεί δηλαδή στα κατώτερα, ελάχιστα ειδικευμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Και το άλλο, προορισμένο για την μειοψηφία οδηγεί στις ανώτατες σχολές και στα διανοητικά επαγγέλματα, όπως και στις ηγετικές κοινωνικές θέσεις"4.

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι εκτός από την επίσημη και τυπική διαδικασία των εξετάσεων και των εν γένει δοκιμασιών μέσω των οποίων επιτελείται ο διαχωρισμός των εκπαιδευομένων, υπάρχουν και οι λεγόμενες άτυπες μορφές αξιολόγησης, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το Δημοτικό σχολείο. "Οι τυπικές μορφές αξιολόγησης αναγνωρίζονται από τα τελετουργικά τους στοιχεία όπως π.χ. ο συγκεκριμένος χώρος και χρόνος, η ύλη, οι όροι διεξαγωγής κ.ά. Οι άτυπες μορφές αξιολόγησης θεωρούνται μάλλον ως αυτονόητο και αναπόσπαστο κομμάτι της διεξαγωγής της διδασκαλίας και της "συμμετοχής των μαθητών στο μάθημα"5.

Β. Η αξιολόγηση ως διαδικασία νομιμοποίησης της εκπαιδευτικής λειτουργίας

α) Η διαδικασία αξιολόγησης εμφανίζει την εκπαιδευτική λειτουργία ως κοινωνικά "ουδέτερη" θεμελιωμένη στις αρχές της "αξιοκρατίας" και της "ισοπολιτείας"

Το ιδεολόγημα των ίσων ευκαιριών πρόσβασης στη γνώση μέσω της εκπαίδευσης σε συνάρτηση με την αξιοκρατία, κατασκευάζουν το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, με ουδέτερες τεχνικές αλλά κοινωνικά προσδιορισμένα κριτήρια αξιολόγησης αποκρύπτεται η ευθύνη του σχολείου στην παραγωγή της κοινωνικής ανισότητας και η ταξική λειτουργία του Κράτους.

β) Η αξιολόγηση αμβλύνει τις συγκρούσεις και την ασκούμενη κριτική στα πλαίσια του εκπαιδευτικού θεσμού λειτουργώντας ως μηχανισμός πειθάρχησης και καταστολής των εκπαιδευόμενων με όπλο την απόρριψη υπό τις διάφορες μορφές που αυτή παίρνει, είτε στα πλαίσια της εσωτερικής παιδαγωγικής σχέσης είτε κατά την προσπάθεια ανέλιξης από εκπαιδευτική σε εκπαιδευτική βαθμίδα. Μέσω της αξιολόγησης ελέγχεται η παρεμβατικότητα των μαθητών και των αποκλίσεών τους από το κυριαρχούν εκπαιδευτικό μοντέλο.

γ) Η αξιολογική διαδικασία λειτουργεί ως εξάρτημα του μηχανισμού Συμβολικής βίας

Επιβάλλει δηλαδή ένα πολιτισμικό αυθαίρετο (υπό την έννοια της αυτονόητης υπεροχής έναντι άλλων). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ταξικά προσδιορισμένες δεξιότητες και αντιλήψεις να εμφανίζονται ως έμφυτα χαρακτηριστικά, που ταυτίζονται με την κυριαρχούσα τάξη και δικαιολογούν την υπεροχή της. Νομιμοποιεί έτσι και ψυχογραφικά τις σχέσεις της εκπαιδευτικής ανισότητας.

Για παράδειγμα, ο γλωσσικός κώδικας με τον οποίο είναι προικισμένος ο μαθητής από τα λαϊκά στρώματα, τον κάνει λιγότερο δεκτικό των νόμων και αξιών, που κυριαρχούν στο σχολείο -σε αντιδιαστολή με τον μαθητή των μεσοαστικών και αστικών στρωμάτων.

Παράλληλα, επειδή ο γλωσσικός κώδικας δεν είναι απλώς ένα όργανο επικοινωνίας αλλά και φορέας πολιτισμού και κοινωνικής ταυτότητας ο μαθητής των λαϊκών στρωμάτων σ' ένα γλωσσικό -και κατ' επέκταση πολιτισμικό- περιβάλλον ξένο και αφιλόξενο είτε απορρίπτει το σχολείο υπερασπίζοντας την πολιτιστική νόρμα από την οποία προέρχεται, είτε οδηγείται στην μηχανιστική μάθηση που είναι ο μόνος δρόμος που θα του επιτρέψει την εκπαιδευτική εξέλιξη.

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ

Η αξιολόγηση ως μηχανισμός αλλοτρίωσης της γνώσης

Το σχολείο αντιλαμβάνεται τη γνώση ως γραμμική και σωρευτική διαδικασία με πάγια και απόλυτη ισχύ. Για το σχολείο η γνώση και κατ' επέκταση ο κόσμος δεν αλλάζει. Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς ότι ακόμα και τα γνωστικά αντικείμενα που προέρχονται από το χώρο των θετικών επιστημών, όπως η φυσική, διδάσκονται στο σχολείο με τρόπο "θεολογικό". Στις περιπτώσεις μάλιστα που το μάθημα στηρίζεται μόνο στο σχολικό εγχειρίδιο, είτε εξαιτίας έλλειψης εργαστηρίων είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας των εκπαιδευτικών, τα πορίσματα και οι νόμοι της φυσικής επιστήμης ανάγονται σε ζητήματα "πίστης".

Το απώτερο μυστήριο της γνώσης είναι η δυναμική της να γεννά νέες πραγματικότητες (νέα γνώση). Είναι ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στην τάξη και την αταξία, την βεβαιότητα και την αβεβαιότητα, τη σαφήνεια και την ασάφεια, το σωστό και το λάθος. Η διαλεκτική της γνώσης είναι η "κλειστότητα" και η "ανοικτότητα". 

Το σχολείο λοιπόν θα έπρεπε να οδηγεί τους μαθητές, όχι στη μηχανιστική απομνημόνευση ξερών γνώσεων, αλλά στο πώς να ανακαλύπτουν τη γνώση. Αυτό όμως δεν γίνεται παρά μόνο στις υψηλές βαθμίδες εκπαίδευσης και αφού έχει ήδη γίνει η σχολική επιλογή μέσω της αξιολόγησης. Έτσι μόνο λίγοι επίλεκτοι βιώνουν στην ουσία της, την ιδέα ότι η γνώση είναι διαπερατή και οι επιταγές της προσωρινές. Για την πλειοψηφία η κοινωνικοποίηση στη γνώση είναι κοινωνικοποίηση στην τάξη (order). Έτσι η γνώση αλλοτριώνεται σε βαθμό να γίνεται ακίνδυνη.

Σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχολείο μέσω μιας στενής αντίληψης για την γνώση και μιας διαδικασίας αξιολόγησης που αξιολογεί κυρίως "καταστάσεις γνώσης" παρά "τρόπους γνώσης".

1) Δημιουργεί την εικόνα ενός σταθερού και αμετάβλητων κόσμου.

Κατασκευάζει την "κάστα" των ειδικών, που στο όνομα της κατοχής της απόλυτης γνώσης ασκούν την εξουσία και αποκλείει την κριτική παράβαση των πολιτών, καθώς τους εγχαράζει και ψυχολογικά την ιδιότητα των μη ειδικών.

Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Δείξαμε ότι η αξιολόγηση δεν είναι μια αυτονόητη και κοινωνικά "ουδέτερη" διαδικασία, αλλά έχει σαφής κοινωνικο-πολιτικούς προσδιορισμούς και είναι ταξικά καθορισμένη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι για το Κράτος η αξιολόγηση αφορά κυρίως τους μαθητές, και παράλληλα όλο και πιο επιτακτικά, καλυμμένο πίσω το ιδεολόγημα του καλύτερου σχεδιασμού της εκπαίδευσης, τίθετο το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Την ίδια στιγμή, το κράτος προχωρεί σε υποτιθέμενες "μεταρρυθμίσεις" χωρίς ποτέ να έχουν αξιολογηθεί:

Στην πραγματικότητα, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έρχεται μόνη της. Είναι ο δούρειος ίππος για:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο όρος χρησιμοποιείται με την τρέχουσα σημασία του, που αντιλαμβάνεται την αξιολόγηση ως ένα σύστημα δοκιμασιών και ποσοτικής αποτύπωσης του βαθμού πραγμάτωσης της στοχοθεσίας του Αναλυτικού Προγράμματος και αφορά κυρίως -αν όχι πάντα- τους μαθητές.

2. Τα στοιχεία αυτής της ενότητας είναι παρμένα από το αντίστοιχο άρθρο για την αξιολόγηση του Γιάννη Βεζιρτζή από τις "Ριζοσπαστικές Κινήσεις" Θεσσαλονίκης.

3. Τα στοιχεία αυτής της ενότητας αντλούνται από το άρθρο του Θεόδωρου Μυλωνά: "Κοινωνία και σχολείο, Συνάντηση στις εξετάσεις", στη "Σύγχρονη Εκπαίδευση" τ. 55 σελ. 61.

4. ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ, Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, εκδόσεις Παπαζήση, 1985, σ. 173-174.

5. ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΓΙΩΡΓΟΥ, "Συμμετοχή" των μαθητών στο μάθημα, άτυπες μορφές αξιολόγησης και κοινωνική διάκριση στο Δημοτικό Σχολείο, "Σύγχρονη Εκπαίδευση", τ. 49, σελ. 15-20.

ΕπιστροφήΕπιστροφή