ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΝΕΑ


Ανακοινώσεις
Η στάση μας στη ΔΟΕ

Η στάση μας στην ΑΔΕΔΥ
Οικονομικά
Σύλλογοι
Αδιόριστοι
Εκπαιδευτικά

Διεθνή
Φωτογραφίες
Εντυπα των Κινήσεων
Σχήματα
Αλλες διευθύνσεις

 

 

ΑρχήΑρχή

 

Επικοινωνία:

Φόρμα επικοινωνίας

Φόρουμ συζήτησης

σχέδιο απόφασης συλλόγου διδασκόντων

 

Ο Σύλλογος διδασκόντων του ………..Δημ. Σχολείου …….. συνεδρίασε με αφορμή το ερώτημα που τέθηκε από τους σχολικούς συμβούλους της Περιφέρειάς μας για το ζήτημα της επιμόρφωσης.

1. Το πρώτο θέμα που μπήκε ως προβληματισμός Στο Σύλλογο διδασκόντων ήταν πάνω στο ζήτημα  της διαδικασίας.

Ο σύλλογος διδασκόντων θα διατυπώσει σκέψεις, απόψεις και προτάσεις για την επιμόρφωση, και αυτό θα γίνει από πολλούς άλλους συλλόγους. Με ποιο τρόπο διασφαλίζεται ότι οι προτάσεις αυτές θα προωθηθούν προς το Υπουργείο χωρίς διαμεσολαβήσεις και χωρίς να μπουν στη διαδικασία αξιολογικών κρίσεων, αναδιαμορφώσεων και απορρίψεων ; Επίσης με ποιο τρόπο διασφαλίζεται ότι οι προτάσεις αφού φτάσουν στο Υπουργείο θα αποτελέσουν άξονα αλλαγής του πλαισίου της επιμόρφωσης και ότι δεν θα γίνουν άλλοθι και νομιμοποίηση μιας επιμόρφωσης που θα αποφασίσει το Υπουργείο σε αντίθεση με τις διατυπωμένες απόψεις των εκπαιδευτικών ; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό αφού υπάρχει το πρόσφατο προηγούμενο σε σχέση με τα βιβλία. Οι σύλλογοι διδασκόντων είχαν τα τελευταία χρόνια διατυπώσει χιλιάδες προτάσεις για τα βιβλία, όμως τα νέα βιβλία ήταν σαφώς χειρότερα σε πολλές περιπτώσεις, αγνοώντας τις διατυπωμένες από τους εκπαιδευτικούς προτάσεις οι οποίες είχαν κατατεθεί.

Ένα δεύτερο ερώτημα επί της διαδικασίας είναι το γιατί δεν υπάρχει επίσημη ενημέρωση από το ΥΠΕΠΘ για τις ενέργειες που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα γύρω από τα ζητήματα της επιμόρφωσης, ώστε να είναι γνωστό στους συλλόγους διδασκόντων το πλαίσιο, οι προθέσεις και οι επιδιώξεις πάνω στις οποίο προτίθεται να κινηθεί το Υπουργείο Παιδείας στο ζήτημα της επιμόρφωσης. Επειδή καμία συζήτηση δεν γίνεται σε κενό αντιλήψεων και προθέσεων, πως διασφαλίζεται ότι οι προτάσεις μας, αν βρίσκονται σε αντίθεση με τις προωθούμενες αλλαγές στο ζήτημα της επιμόρφωσης, θα έχουν βαρύτητα και δεν θα μετατραπούν σε επίφαση συμμετοχικής διαδικασίας ;

Τρίτο τίθεται το ερώτημα γιατί το ΥΠΕΠΘ δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του τις εδώ και χρόνια διατυπωμένες αντιλήψεις και προτάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος, προτάσεις που δυστυχώς έχουν αγνοηθεί και φαίνεται ως να είναι άγνωστες στην πολιτεία και το Υπουργείο Παιδείας.

Τέταρτο σημείο επί της διαδικασίας είναι τα χρονικά περιθώρια στα οποία ορίζεται να διατυπωθούν οι προτάσεις των Συλλόγων διδασκόντων. Αν θέλουμε να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση δεν την κλείνουμε μέσα σε λίγες ημέρες… Αφήνουμε το περιθώριο να γίνει επί της ουσίας με ζύμωση απόψεων, με κατάθεση πλαισίων επιμόρφωσης, με βιβλιογραφικές αντιπαραθέσεις, και με δημοσιοποίηση των προθέσεων καταρχήν από το ίδιο το ΥΠΕΠΘ. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται, άρα η όλη διαδικασία χρωματίζεται περισσότερο με ένα χαρακτήρα υπαλληλικής διεκπεραίωσης παρά ουσίας.

Με βάση τα παραπάνω ο Σύλλογος διδασκόντων ζητά από το Σχολικό Σύμβουλο να ανατροφοδοτήσει, μετά το τέλος της διαδικασίας, το σύλλογο διδασκόντων με το τελικό κείμενο που θα αποσταλεί προς το ΥΠΕΠΘ, καθώς και από το Υπουργείο να ανακοινώσει τις προτάσεις που κατατέθηκαν και τον τρόπο με τον οποίο θα τις αξιοποιήσει. Επίσης ο Σύλλογος διδασκόντων θα αποστείλει το κείμενο των προτάσεών του στο Σύλλογο των εκπαιδευτικών, ώστε να μαζευτούν όλες οι προτάσεις των εκπαιδευτικών και να διασφαλιστεί τι έχει διατυπωθεί από κάθε Σύλλογο διδασκόντων.

2. Στη συνέχεια η συζήτηση επεκτάθηκε γύρω από την τυπολογία των μοντέλων επιμόρφωσης, ώστε να υπάρχει μια πρώτη προσέγγιση του βασικού πλαισίου γύρω από το οποίο πρέπει να πραγματώνεται. Διαβάζοντας τους σχετικούς ορισμούς, που βρίσκει κανείς στα λεξικά, μπορούμε να διακρίνουμε μεθοδολογικά, 2 πολωτικές μεταξύ τους, εννοιολογικές κατηγορίες επιμόρφωσης, δύο μοντέλα που φαίνεται να αντιπαρατίθενται.

Το πρώτο μοντέλο θεωρεί την επιμόρφωση ως διαδικασία εξυπηρέτησης των εκπαιδευτικών αναγκών του συστήματος. Με βάση ένα τέτοιο μοντέλο ο εκπαιδευτικός θεωρείται κυρίως ως υπάλληλος που έχει καθήκον απέναντι στο κράτος να διεκπεραιώσει τις ευθύνες που του επιβάλλουν οι κρατικοί σχεδιασμοί, το θεσμικό πλαίσιο και οι κρατούσες παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις. Βασική ιδέα, είναι η ιδέα της «αποδοτικότητας» του εκπαιδευτικού συστήματος. Υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να την τεκμηριώσουν, να τη μετρήσουν, να την «αξιολογήσουν» και να την αναπτύξουν. Ο εκπαιδευτικός είναι ο αποδέκτης – υπάλληλος που στα πλαίσια μιας ιεραρχίας αποδέχεται αυτή την ιεραρχημένη (απ' όλες τις απόψεις) γνώση. Ταυτόχρονα η επιμόρφωση γίνεται μοχλός για ν' ανεβεί κάποιος στα σκαλοπάτια της ιεραρχίας. Μέχρι και σήμερα άλλωστε η συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα αποτελεί στοιχείο επιλογής σε διευθυντικές θέσεις μέσα στο σχολείο. Μια τέτοια αντίληψη ορίζεται τελεολογικά ως προς τη γνώση και διαμορφώνει και τις ανάλογες προσδοκίες στους εκπαιδευτικούς. Αποζητείται εν τέλει η «ιδεολογική εναρμόνιση» των εκπαιδευτικών με τις κρατούσες ιδέες και πρακτικές.

Το δεύτερο μοντέλο θεωρεί την επιμόρφωση ως διαδικασία εξυπηρέτησης των προσωπικών μορφωτικών αναγκών των εκπαιδευτικών, όπως διατυπώνονται σε ατομικό επίπεδο μέσα στους συλλόγους διδασκόντων και τις συλλογικές διαδικασίες, αλλά και όπως διαμορφώνονται σε συλλογικό επίπεδο μέσα από τις διαδικασίες αυτές. Μια τέτοια αντίληψη αναγνωρίζει μια πολυμορφία στη γνώση και δεν εξετάζει κατ' ανάγκην τη συνάφειά της με την άμεση εφαρμογή στην εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ο εκπαιδευτικός δεν νοείται μόνο ως προς την κατασκευασμένη του ταυτότητα, αλλά και ως υποκείμενο με πλήθος αναζητήσεων και τη δική του βιογραφία. Άρα η γνώση και η επιμόρφωση δεν ορίζονται ως μοναδικότητα αλλά ως πεδίο ελεύθερης επιλογής ενδιαφερόντων και αναζητήσεων.

Σε μια τέτοια λογική αφετηριακό σημείο προγραμματισμού δεν είναι οι κρατικά ορισμένες ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί που αναλαμβάνουν το σχεδιασμό, την επιλογή, τη διεκπεραίωση και την παραγωγή ακόμη της απαραίτητης γνώσης για τις επιμορφωτικές τους ανάγκες. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαστάσεις : α) τον προσωπικό σχεδιασμό ως προς την ζήτηση – προσφορά επιμορφωτικών αγαθών, και μια διαδικασία αυτομόρφωσης που απευθύνεται και καταλήγει στον ίδιο τον εκπαιδευτικό, β) το συλλογικό σχεδιασμό που μπορεί να περιλαμβάνει ομάδες ενδιαφερόντων, ή θεματικές ή άλλες δικτυώσεις, συλλογικές διαδικασίες.

Τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας λογικής είναι ο αυτοπροσδιορισμός των αναγκών από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Το περιεχόμενο και η οργάνωση της επιμόρφωσης γίνονται συμμετοχικά, συνδιαμορφωτικά. Η γνώση δεν αποτελεί μια σωρευτική διαδικασία, αλλά αποκτά κοινωνικά, ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Είναι φανερό ότι ο Σύλλογος διδασκόντων θεωρεί το δεύτερο πλαίσιο ως εκείνο μέσα στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν ουσιαστικές επιμορφωτικές διαδικασίες.

3. Για να γίνει δυνατό το παραπάνω πλαίσιο να αναπτυχθεί προς όφελος των εκπαιδευτικών και προς όφελος των λαϊκών αναγκών χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες διασφαλίζουν την επικοινωνία και την ανατροφοδότηση της διαδικασίας, αλλά και τον διαρκή επαναπροσδιορισμό των στόχων με βάση τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που μάχονται μέσα στη δημόσια εκπαίδευση.

Η επιμόρφωση πρέπει να είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε διαδικασία αξιολόγησης των εκπαιδευτικών που θα οδηγεί σε κατάταξή τους με βάση τις επιμορφωτικές δραστηριότητες. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τις σχολικές μονάδες. Δεν μπορεί να κατατάσσονται στη βάση μορφωτικών μορίων. Στη βάση αυτής της λογικής που διατυπώνουμε, βρίσκεται μια αυταξιακή αντίληψη για τη γνώση. Άρα δεν πρέπει οι επιμορφωτικές διαδικασίες να σχετίζονται με την υπαλληλική εξέλιξη, γιατί από μορφωτικό κίνητρο θα μετατρέπονται σε μετρήσιμο λειτουργικό κριτήριο και θα αποσυνδέονται από τη συνειδησιακή τους διάσταση εκπίπτοντας σε κυνήγι χαρτιών, τίτλων και βαθμών που θα τις απονεκρώνει ως μορφωτικές διαδικασίες.

Οι επιμορφωτικές διαδικασίες πρέπει να προτείνονται, να επιλέγονται και να ελέγχονται από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Αυτό καταρχήν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι η επιμόρφωση υποχρεωτική διαδικασία που την αποφασίζει κάποιος έξω από το εκπαιδευτικό σώμα. Η επιμόρφωση μπορεί να γίνει μόνο με ελεύθερη επιλογή του εκπαιδευτικού από πλήθος προσφερόμενων επιλογών στις ποιες έχει διατυπώσει πρόταση και τις έχει συνδιαμορφώσει. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την ανάγκη να ενισχυθεί η διετής μετεκπαίδευση με στόχο να μπορεί κάθε εκπαιδευτικός να την πραγματοποιεί τουλάχιστον δύο φορές μέσα στην εκπαιδευτική του ζωή. Πέραν της μετεκπαίδευσης οι υπόλοιπες βραχύχρονες επιμορφωτικές διαδικασίες πρέπει να γίνονται σε μικρά τμήματα, με άδεια του εκπαιδευτικού, ή με επιπλέον οικονομικές απολαβές στο επίπεδο του μισθού του, αφού ο ίδιος τις επιλέξει. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταστρατηγηθεί το εργασιακό κεκτημένο των εκπαιδευτικών.

Η επιμόρφωση πρέπει να τελείται υπό δημόσιο έλεγχο και διαχείριση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδέεται με επιχειρηματικά συμφέροντα και επιχειρηματικό περιεχόμενο. Σε αυτή τη διαδικασία η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο υπό την προϋπόθεση ότι η οργάνωση και το περιεχόμενο των προγραμμάτων θα κρίνονται από τους εκπαιδευτικούς. Ας θυμίσουμε εδώ τα τεράστια προβλήματα που δημιούργησε η υποχρεωτική εξομοίωση. Αντίστοιχο σοβαρό ρόλο μπορεί να πάρει μια συλλογική εκπαιδευτική διαδικασία μορφωτικών αναζητήσεων και κατευθύνσεων.

Το περιεχόμενο της επιμόρφωσης πρέπει να ξεφύγει από την κυριαρχία της διδακτικής και να απλωθεί στην ευρύτερη επικράτεια των παιδαγωγικών, εργασιακών, κοινωνικών, μορφωτικών, αισθητικών και ψυχικών ενδιαφερόντων των εκπαιδευτικών, ώστε να ανατροφοδοτείται ο εκπαιδευτικός και η εκπαιδευτική διαδικασία στο σύνολό της. Αυτό σημαίνει ότι ξεφεύγουμε από τα κλασικά αντικείμενα και προτείνουμε βιωματικές διαδικασίες που σχετίζονται με το σύνολο των σχέσεων παιδικότητα – κοινωνία - εκπαιδευτικός – οικογένεια – κοινωνικές αντιθέσεις – κοινωνικοί θεσμοί κλπ.

4. Σε αυτά τα πλαίσια μερικές θεματικές που θεωρούμε ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν με τους όρους που τέθηκαν, είναι

Η θεματική της ψυχολογικής και κοινωνικής ερμηνείας φαινομένων στην οικογένεια και την παιδικότητα, η διαδικασία αυτοεκτίμησης μαθητών και εκπαιδευτικών, η συμβολική αναπαράσταση και ερμηνεία δράσεων των μαθητών, η βία και το κοινωνικό περιβάλλον που τη γεννά, οι μαθησιακές δυσκολίες και η αντιμετώπισή τους, οι παραβατικές συμπεριφορές κλπ

Θεματικές ενότητες σχετικά με το θεατρικό παιχνίδι και την εμψύχωση γενικότερα, την μουσειακή αγωγή, την μουσικοκινητική αγωγή και τη σχέση τους με την εκπαιδευτική διαδικασία

Θεματικές για την επίδραση των Μ.Μ.Ε στην κατασκευή ταυτότητας, για τις κοινωνικές κατασκευές που διαμορφώνουν στάσεις συμπεριφορές κατασκευή κοινωνικού φύλου, τη σύγχρονη μετανάστευση και τα ρατσιστικά φαινόμενα  κλπ

Θεωρούμε ότι με την τοποθέτησή μας ανοίγουμε ζητήματα που οφείλει το Υπουργείο να τα απαντήσει. Ως σύλλογος διδασκόντων θα πράξουμε εκείνες τις διαδικασίες που θα μας φέρουν πιο κοντά στην επίτευξη των παραπάνω στόχων, υλοποιώντας όσα από αυτά μας είναι δυνατό μέσα από συλλογικές διαδικασίες.


ΕπιστροφήΕπιστροφή

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα