Αποχαιρετισμός στον Ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά

Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη για τις υγρές σου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε

Κανένας με γνώριζε)

 

Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, σώπασες. Στην εποχή της παρακμής, παραδέχτηκες, κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες. Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα. Και πιο πολύ τώρα, που πάψαν πια τα λόγια ν’ αποτελούν χρησμούς κι οι στίχοι προφητείες, τώρα που διδάσκουν στα σχολεία την εποχή των αγενών μετάλλων, τα φριχτά εγκλήματα που οι πρόγονοι διαπράξαν, τις ακατανόητες πράξεις και τα ηλίθια έργα τέχνης, τους ανάπηρους αιώνες της γήινης προϊστορίας.

Κι όμως, καπνίσαμε ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας για το μέλλον, συντροφεύοντας με τη δική σου ποίηση τις ακριβές μας αμφιβολίες, τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα μας φτερά. Ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας να ‘ναι κανείς ν’ ακούσει  την αγωνία της φωνής μας.

Έλεγες πως ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε, χρέος μας είναι πια να μην γυρίσουμε, πιο καλά να σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.

Και μείναμε εδώ. Ζωντανοί και όρθιοι. Κι αν ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει, αναγνωρίσαμε την ήττα, μα δεν την παραδεχτήκαμε. Ανάψαμε τις φωτιές μας με τους δικούς σου στίχους, χαρίσαμε τη βασίλισσα και τους πύργους μας και μονάχα τον τρελό μας κρατήσαμε σφιχτά, δρασκελώντας  μ’ αυτόν απ’ τη μια άκρη ως την άλλη, γελώντας μπρος τις τόσες πανοπλίες τους, μπαίνοντας στις γραμμές τους ξαφνικά, ανακατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις τους.

Μιλήσαμε με τη δική σου φωνή, με σημάδια, με σκοτεινές παραβολές, με παραμύθια.

Μιλήσαμε και μιλάμε και τώρα, με τους δικούς στίχους, για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, για τα παιδιά μας που πουλάνε τσιγάρα στους διαβάτες, για τις φλεγόμενες πόλεις, για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων, για τις ατέλειωτες νύχτες  όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα.

Ρωτήσαμε επιτακτικά τους συντρόφους και τους συναδέλφους αν είναι υπέρ ή κατά, ζητήσαμε μια καθαρή απάντηση, καθαρές και ατόφιες κουβέντες, λέξεις που να καρφώνονται σαν πρόκες, να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Μιλήσαμε στα παιδιά μας τη γλώσσα της αλήθειας. Είπαμε το λύκο, λύκο, το σκύλο, σκύλο, το σκοτάδι, σκοτάδι, τους δείξαμε με το χέρι τους κακούς, τους μάθαμε ονόματα σαν προσευχές τους τραγουδήσαμε τους νεκρούς μας.

Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν γνωρίσαμε εμείς  καλύτερες μέρες, λέμε οι ίδιοι το μάθημα στα παιδιά μας, ελπίζοντας πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.

Τώρα έφυγες και σώπασες για πάντα κι όμως οι στίχοι σου είναι πάντα εδώ, πάντα δίπλα μας.  Σύντροφοι, και πρωτοπόροι, με το σφυρί στο χέρι, σφυροκοπούν. Σφυροκοπούν αδιάκοπα στο ίδιο πάντα αμόνι…

ΕπιστροφήΕπιστροφή ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα