Με τι μοιάζει ο πόλεμος

του Howard Zinn

 

Σε όλες τις επίσημες δηλώσεις των αλαζόνων πολιτικών και αρθρογράφων για έναν επερχόμενο πόλεμο κατά του Ιράκ και ακόμη και στα ανήσυχα σχόλια μερικών που είναι αντίθετοι στον πόλεμο λείπει κάτι. Η συζήτηση γίνεται γύρω από τη στρατηγική και την τακτική, τη γεωπολιτική και τις προσωπικότητες. Γίνεται γύρω από τον εναέριο πόλεμο και το χερσαίο πόλεμο, τα όπλα μαζικής καταστροφής, τις επιθεωρήσεις όπλων, τις συμμαχίες, το πετρέλαιο και την "αλλαγή καθεστώτος".

Απουσιάζουν οι συνέπειες ενός αμερικανικού πολέμου εναντίον του Ιράκ στις δεκάδες χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες καθημερινών ανθρώπων, που δεν τους αφορά η γεωπολιτική και η στρατιωτική στρατηγική και των οποίων η μόνη επιθυμία είναι τα παιδιά τους να μεγαλώσουν και να ζήσουν. Δεν ενδιαφέρονται για την "εθνική ασφάλεια", παρά μόνο για την προσωπική τους ασφάλεια, για τροφή, καταφύγιο, ιατρική περίθαλψη και ειρήνη.

Μιλώ για εκείνους τους Ιρακινούς και εκείνους τους Αμερικανούς που, με απόλυτη βεβαιότητα, θα πεθάνουν σε έναν τέτοιο πόλεμο, θα χάσουν χέρια ή πόδια ή θα τυφλωθούν. Ή θα προσβληθούν από κάποια παράξενη και φρικτή αρρώστια, που θα μπορούσε να οδηγήσει στη γέννηση παραμορφωμένων παιδιών, όπως συνέβη σε οικογένειες στο Βιετνάμ, το Ιράκ και επίσης τις ΗΠΑ.

Είναι αλήθεια ότι έχει γίνει κάποια συζήτηση για αμερικανικές απώλειες ως αποτέλεσμα μιας χερσαίας εισβολής στο Ιράκ. Αλλά, όπως συμβαίνει πάντα όταν συζητούν οι ειδικοί της στρατηγικής, το ζήτημα δεν είναι οι τραυματίες και οι νεκροί ως ανθρώπινα όντα αλλά ο αριθμός των αμερικανικών απωλειών που θα οδηγούσε σε απόσυρση της δημόσιας υποστήριξης στον πόλεμο και τι επίπτωση θα είχε αυτό στις προσεχείς εκλογές για το Κογκρέσο και την προεδρία. 

Αυτή ήταν η πρώτιστη έγνοια του Λίντον Τζόνσον, όπως μάθαμε από τις μαγνητοταινίες των συνομιλιών του στο Λευκό Οίκο. Ανησυχούσε για τους Αμερικανούς που θα πέθαιναν αν κλιμάκωνε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, αλλά εκείνο που περισσότερο τον ενδιέφερε ήταν το πολιτικό του μέλλον. "Αν αποσυρθούμε από το Βιετνάμ", έλεγε στο φίλο του γερουσιαστή Ρίτσαρντ Ράσελ, "θα με κατηγορήσουν, έτσι δεν είναι;"

Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί στρατιώτες που σκοτώνονται στον πόλεμο είναι πάντα ζήτημα στατιστικής. Τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα χάνονται στους αριθμούς. Αφήνεται στους ποιητές και στους μυθιστοριογράφους να μας πιάσουν από τους ώμους, να μας ταρακουνήσουν και να μας ζητήσουν να κοιτάξουνε και να ακούσουμε. Στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο δέκα εκατομμύρια άνδρες πέθαναν στο πεδίο της μάχης, αλλά χρειαστήκαμε τον Τζον Ντος Πάσος για να έρθουμε αντιμέτωποι με το τι σήμαινε αυτό: στο μυθιστόρημά του 1919 γράφει για το θάνατο του Τζον Ντόου: "Στο πισσοστρωμένο νεκροτομείο του Σαλόν-σιρ-Μαρν, μέσα στη δυσωδία του χλωριδίου του ασβέστη και των πτωμάτων, ξεχώρισαν το κασόνι από ξύλο πεύκου που περιείχε ό,τι είχε απομείνει από αυτόν". Μερικές σελίδες πιο κάτω, ο Ντος Πάσος τον περιγράφει: "Το αίμα κύλησε στο έδαφος, τα μυαλά χύθηκαν από το τσακισμένο κρανίο και τα έγλειψαν οι αρουραίοι των χαρακωμάτων, η κοιλιά πρήστηκε και έθρεψε μια γενιά μεγάλες κρεατόμυγες, κι ο άφθαρτος σκελετός και τα υπολείμματα από τα ξεραμένα σπλάχνα και δέρμα κολλημένο στη στολή".

Το Βιετνάμ ήταν ένας πόλεμος που γέμισε τα κεφάλια μας με στατιστικές, από τις οποίες μία ξεχώριζε, ενσωματωμένη στο απαίσιο μνημείο της Ουάσιγκτον: 58.000 νεκροί. Θα έπρεπε όμως να διαβάσει κανείς τα γράμματα που έγραψαν οι στρατιώτες λίγο πριν πεθάνουν, για να μετατρέψει αυτές τις στατιστικές σε ανθρώπινα όντα. Και για όλους αυτούς που δεν πέθαναν, αλλά με κάποιο τρόπο σακατεύτηκαν, τους ακρωτηριασμένους και παραπληγικούς, θα πρέπει να διαβάσει κανείς την αφήγηση του Ρον Κόβιτς στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Γεννημένος την 4η Ιουλίου για το πώς τσακίστηκε η σπονδυλική του στήλη και άλλαξε η ζωή του.

Όσο για τους νεκρούς ανάμεσα "στον εχθρό" -δηλαδή εκείνους τους νέους άντρες, που είχαν επιστρατευτεί ή δελεαστεί ή πειστεί να αντιπαραθέσουν τα κορμιά τους με αυτά των δικών μας νέων αντρών-, δεν έδειξαν ενδιαφέρον οι πολιτικοί μας ηγέτες, οι στρατηγοί μας, οι εφημερίδες και τα περιοδικά μας, τα τηλεοπτικά μας δίκτυα. Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν ιδέα, ή έστω γνωρίζουν αμυδρά, πόσοι Βιετναμέζοι -στρατιώτες και πολίτες (στην πραγματικότητα, από ένα εκατομμύριο σε κάθε κατηγορία)- πέθαναν από τις αμερικανικές βόμβες και οβίδες.

Αλλά και γι' αυτούς που γνωρίζουν τους αριθμούς, οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά πίσω από τις στατιστικές παρέμειναν άγνωστοι, μέχρις ότου εμφανίστηκε μια φωτογραφία μιας μικρής Βιετναμέζας, που έτρεχε στο δρόμο με το δέρμα της ξεσχισμένο από τις ναπάλμ, ή μέχρις ότου οι Αμερικανοί είδαν φωτογραφίες γυναικών και παιδιών σωριασμένων σε μια τάφρο καθώς οι στρατιώτες γάζωσαν τα κορμιά τους με ριπές αυτομάτων όπλων.

Πριν από δέκα χρόνια, σε εκείνο τον πρώτο πόλεμο εναντίον του Ιράκ, οι ηγέτες μας ήταν περήφανοι για το γεγονός ότι υπήρχαν μόνο λίγες εκατοντάδες Αμερικανών θυμάτων (αναρωτιέται κανείς αν οι οικογένειες εκείνων των στρατιωτών θα ενέκριναν τη λέξη "μόνο"). Όταν ένας ρεπόρτερ ρώτησε το στρατηγό Κόλιν Πάουελ αν γνώριζε πόσοι Ιρακινοί πέθαναν στον πόλεμο, αυτός απάντησε: "Είναι πραγματικά ένα ζήτημα που δεν με ενδιαφέρει". Ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Πενταγώνου δήλωσε στην εφημερίδα Boston Globe: "Για να είμαι ειλικρινής, δεν ασχολούμαστε μ' αυτό το ερώτημα".

Οι Αμερικανοί ήξεραν ότι οι απώλειες της χώρας τους ήταν μικρές στον πόλεμο του Κόλπου και ένας συνδυασμός κυβερνητικού ελέγχου επί του Τύπου και πειθήνιας αποδοχής αυτού του ελέγχου από την πλευρά των ΜΜΕ εξασφάλισε ότι ο αμερικανικός λαός δεν θα αντίκριζε, όπως είχε συμβεί με το Βιετνάμ, Ιρακινούς νεκρούς ή ετοιμοθάνατους.

Υπήρξαν περιστασιακές φευγαλέες ματιές του τρόμου που επιβλήθηκε στον ιρακινό λαό, αναλαμπές αλήθειας στις εφημερίδες, που γρήγορα εξαφανίστηκαν. Στα μέσα Φεβρουαρίου του 1991, τα αεροπλάνα των ΗΠΑ βομβάρδισαν ένα καταφύγιο στη Βαγδάτη, στις 4 το πρωί, σκοτώνοντας 400 ως 500 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες και παιδιά, που συνωστίζονταν εκεί για να αποφύγουν τον ακατάπαυστο βομβαρδισμό. Ένας ρεπόρτερ του Ασοσιέιτεντ Πρες, από τους λίγους που τους επιτράπηκε να μεταβούν στην τοποθεσία, είπε: "Τα περισσότερα από τα περισυλλεγμένα σώματα ήταν απανθρακωμένα και παραμορφωμένα σε βαθμό που δεν αναγνωρίζονταν".

Στο τελικό στάδιο του πολέμου του Κόλπου, τα αμερικανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν μια χερσαία επίθεση εναντίον των ιρακινών θέσεων στο Κουβέιτ. Όπως και στον εναέριο πόλεμο, δεν συνάντησαν ουσιαστικά καμιά αντίσταση. με τη νίκη βέβαιη και τον ιρακινό στρατό να τρέπεται σε φυγή, τα αεροπλάνα των ΗΠΑ συνέχισαν να βομβαρδίζουν τους υποχωρούντες στρατιώτες στην οδική αρτηρία έξω από την Πόλη του Κουβέιτ. Ένας ρεπόρτερ χαρακτήρισε τη σκηνή "φλεγόμενη, φρικιαστική κόλαση. Από την ανατολή ως τη δύση, πάνω στην άμμο, κείτονταν τα σώματα των φυγάδων".

Αυτή η αποτρόπαιη σκηνή εμφανίστηκε για μια στιγμή στον Τύπο και μετά χάθηκε μες στην αγαλλίαση ενός νικηφόρου πολέμου, στην οποία συνέπεσαν πολιτικοί των δυο κομμάτων και ο Τύπος. Ο πρόεδρος Μπους θριαμβολογούσε: "Το φάσμα του Βιετνάμ θάφτηκε για πάντα στην έρημο της αραβικής χερσονήσου". Τα δυο μεγαλύτερα ειδησεογραφικά περιοδικά, το Time και το Newsweek, κυκλοφόρησαν με ειδικές εκδόσεις χαιρετίζοντας τη νίκη. Το καθένα αφιέρωσε περί τις εκατό σελίδες στο γιορτασμό, αναφέροντας περήφανα το μικρό αριθμό Αμερικανών θυμάτων. Δεν είπαν λέξη για τις δεκάδες χιλιάδες Ιρακινών, στρατιωτών και πολιτών, θυμάτων πρώτα της τυραννίας του Σαντάμ Χουσεΐν και κατόπιν του πολέμου του Τζορτζ Μπους.

Μόλις και μετά βίας δημοσιεύθηκε κάποια φωτογραφία νεκρού Ιρακινού παιδιού ή κάποιο όνομα Ιρακινού ή κάποια εικόνα οδύνης και δυστυχίας, που θα μπορούσε να γνωστοποιήσει στον αμερικανικό λαό τι έκανε η στρατιωτική μας μηχανή σε άλλα ανθρώπινα όντα.

Ο βομβαρδισμός του Αφγανιστάν παρουσιάστηκε ως εάν τα ανθρώπινα όντα να έχουν μικρή σημασία. Απεικονίστηκε σαν "πόλεμος κατά της τρομοκρατίας", όχι σαν πόλεμος κατά αντρών, γυναικών και παιδιών. Οι ελάχιστες ειδησεογραφικές αναφορές σε "ατυχήματα" ακολουθήθηκαν αμέσως από διαψεύσεις και δικαιολογίες. Έγινε κάποια συζήτηση για τον αριθμό των θανάτων Αφγανών πολιτών, αλλά πάντα για τον αριθμό.

Σπάνια ξέφυγε η ανθρώπινη ιστορία, με ονόματα και εικόνες, σαν κάτι περισσότερο από μια αναλαμπή αλήθειας. Όπως την ημέρα που διάβασα για ένα δεκάχρονο αγόρι ονόματι Νόορ Μοχάμεντ, που κείτονταν σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στα πακιστανικά σύνορα, με τα μάτια του απλανή, το χέρι του κομμένο, θύμα των αμερικανικών βομβών.

Σίγουρα, πρέπει να συζητήσουμε τα πολιτικά ζητήματα. Διαπιστώνουμε ότι μια επίθεση κατά του Ιράκ θα ήταν μια κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Διαπιστώνουμε ότι η απλή κατοχή επικίνδυνων όπλων δεν αποτελεί αιτία πολέμου, αλλιώς θα έπρεπε να πολεμήσουμε εναντίον δεκάδων χωρών. Επισημαίνουμε ότι η χώρα που κατέχει ασυγκρίτως τα περισσότερα "όπλα μαζικής καταστροφής" είναι η δική μας, η οποία τα έχει χρησιμοποιήσει συχνότερα και με περισσότερο ολέθρια αποτελέσματα από κάθε κράτος στη γη. Μπορούμε να καταδείξουμε πως η εθνική μας ιστορία είναι ιστορία επέκτασης και επιθετικότητας. Διαθέτουμε ισχυρές αποδείξεις για την εξαπάτηση και την υποκρισία που βασιλεύει στα υψηλότερα κλιμάκια της κυβέρνησής μας.

Πλην όμως, καθώς αναμένουμε μια αμερικανική επίθεση στο Ιράκ, δεν θα έπρεπε να παραμερίσουμε την ατζέντα των πολιτικών και των ειδικών; Ο Τζον Λε Καρέ βάζει έναν από τους ήρωές του να λέει: "Περιφρονώ τους ειδικούς περισσότερο από οποιονδήποτε στη γη".

Δεν θα έπρεπε να ζητήσουμε από τον καθένα αιθεροβάμονα να σταματήσει τη συζήτηση για μια στιγμή και να φανταστεί τι θα προξενήσει ο πόλεμος σε ανθρώπινα όντα των οποίων τα πρόσωπα δεν θα μάθουμε, των οποίων τα ονόματα δεν θα εμφανιστούν παρά μόνο σε κάποιο μελλοντικό μνημείο πολέμου;

Προς τούτο θα χρειαστούμε τη βοήθεια ανθρώπων των τεχνών, εκείνων που, μέσα στο χρόνο, από τον Ευριπίδη μέχρι τον Μπομπ Ντίλαν, έχουν γράψει και τραγουδήσει για συγκεκριμένα, αναγνωρίσιμα θύματα πολέμου. Το 1935 ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ζιροντού, με έντονη ακόμη την ανάμνηση του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, έγραψε το έργο Ο Τρωικός πόλεμος δεν θα συμβεί. Ο Δήμοκος, ένας στρατιώτης των Τρώων, ζητά από την ηλικιωμένη Εκάβη να του πει "με τι μοιάζει ο πόλεμος". Αυτή του απαντά: "Με την πίσω πλευρά ενός μπαμπουίνου. Όταν ο μπαμπουίνος είναι ψηλά στο δέντρο, δείχνοντάς μας τον πισινό του, έχουμε ακριβώς το πρόσωπο του πολέμου: κατακόκκινο, φολιδωτό, γυαλιστερό, πλαισιωμένο από μια πηχτή, ρυπαρή περούκα".

Αν μπορούσαν αρκετοί Αμερικανοί να το δουν, ίσως ο πόλεμος κατά του Ιράκ να μη συνέβαινε.

 

Ο Howard Zinn είναι ιστορικός. Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά τον Οκτώβριο του 2002 στο αμερικανικό περιοδικό The Progressive και αναδημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του Rethinking Schools.

Mετάφραση: Νίκος Σύφαντος

ΕπιστροφήΕπιστροφή ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα