ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ:

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΣΕΣ ΕΥΕΛΙΞΙΑΣ

 

Η ευέλικτη ζώνη (Ε.Ζ.) σύμφωνα με το Π.Ι. σκοπεύει στην «καλλιέργεια πρωτοβουλιακής, συνεργατικής και διαθεματικής προσέγγισης της μάθησης, στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της συλλογικής προσπάθειας, της βιωματικής δράσης των μαθητών με σκοπό το σχολείο να γίνει χώρος χαράς και ζωής και όχι μόνο διδασκαλίας και παθητικής αποδοχής αποσπασματικών γνώσεων, ευχάριστο κι ενδιαφέρον».

Χρησιμοποιεί, χωρίς να το ομολογεί, τις αρχές και τη μέθοδο (project) της προοδευτικής εκπαίδευσης αποσπασματικά, για τη νομιμοποίηση της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής, χωρίς να το ενδιαφέρει ο εκδημοκρατισμός των σχολικών λειτουργιών, η άμβλυνση της κοινωνικής ανισότητας που αναπαράγει το σχολείο και η προοπτική μεταρρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών δομών μέσω της αγωγής, με σκοπό μια κοινωνία μεγαλύτερης ισότητας, όπως διακήρυσσε το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης στις αρχές του αιώνα.

Οι προοδευτικές αρχές γίνονται το μέσο για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης, ο στόχος δηλώνεται ξεκάθαρα: μεγέθυνση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής (συνεχής προσαρμογή της εκπαίδευσης σε πολιτικές αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, αντιμετώπισης της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού). Έτσι, η Ε.Ζ. γίνεται μια πλευρά της κρατικής εκπαιδευτικής πολιτικής, που προσαρμόζεται απόλυτα στις σοσιαλφιλελεύθερες ‘προδιαγραφές’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι αλλαγές που εισηγείται το Π.Ι. συνδέονται με ιδεολογικές κατασκευές, όπως κοινωνία της γνώσης και της τεχνολογίας, κοινωνία της πληροφορίας, κοινωνία της ποιότητας με σκοπό να ενισχυθεί το όραμα της ταξικά ουδέτερης παιδείας, μέσω μιας νομιμοποίησης που έρχεται από το μέλλον και προσδοκά τη ‘διαμόρφωση ατόμων με συγκροτημένη προσωπικότητα, με κοινωνικές δεξιότητες και σύστημα αξιών, ικανών να ενταχθούν δημιουργικά στην κοινωνία της γνώσης και της τεχνολογίας’, παρουσιάζοντας την ‘ως εάν’ να μην έχει καμιά σχέση με την υφιστάμενη καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και της εκπαίδευσης.

Επομένως, η Ε.Ζ. έρχεται να καλύψει τη συμβολή της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών και εκπαιδευτικών σχέσεων εξουσίας και να διευρύνει – εμπεδώσει την αποδοχή της υφιστάμενης κοινωνικής και εκπαιδευτικής τάξης πραγμάτων.

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του περιεχομένου των project τα οποία θα πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της Ε.Ζ. προτείνεται η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, όσο βέβαια, κατά το Π.Ι., αυτή είναι εφικτή. Δεν παραγνωρίζει, δηλαδή, τις ‘θετικές πλευρές’ της παιδαγωγικής, την οποία στο ίδιο στο κείμενο ορίζει ως ‘παραδοσιακή’, με αποτέλεσμα μια από τις βασικές αρχές της προοδευτικής εκπαίδευσης, ότι: τα παιδιά δεν είναι ορθό να μαθαίνουν μέσω των χωριστών μαθημάτων τα οποία δεν αντιστοιχούν στη φυσική και κοινωνική τους πραγματικότητα, αλλά να ερευνούν όλες τις διαστάσεις των πραγματικών προβλημάτων, να γίνεται εν μέρει αποδεκτή.

Αυτό επιβεβαιώνεται από τον περιορισμένο αριθμό ωρών που διατίθενται και στις δύο βαθμίδες για την Ε.Ζ., τη σταδιακή σμίκρυνση του ωραρίου της από το νηπιαγωγείο προς το γυμνάσιο, τα μαθήματα που αντικαθιστά, και τη διατήρηση της προτεραιότητας των ‘βασικών μαθημάτων’.

Υιοθετώντας άκριτα και αποσπασματικά ορισμένες μόνο αρχές της προοδευτικής εκπαίδευσης, καθιστά προσχηματική τη χρήση τους (αδυνατεί να αναγνωρίσει το Π.Ι. την αντίφαση ανάμεσα στη θεμελίωση της αγωγής στο ‘πηγαίο – εσωτερικό ενδιαφέρον’ - που πρόβαλλαν πολλοί προοδευτικοί παιδαγωγοί - και το προκαθορισμένο αναλυτικό πρόγραμμα του σημερινού ελληνικού σχολείου). Από τη μια διακηρύσσει πως πραγματική αφετηρία πρέπει να αποτελούν τα ‘πραγματικά ενδιαφέροντα και οι ανάγκες των παιδιών’ κι από την άλλη προκαθορίζει τα θέματα που θα ερευνηθούν (το γνωστικό περιεχόμενο των μαθημάτων που αντικαθίστανται θα ‘προβάλλεται μέσα από τις δραστηριότητες και μεθοδολογίες της Ε.Ζ.’, οι μαθητές θα πρέπει να μελετούν θέματα Ολυμπιακής παιδείας, του προγράμματος Μελίνα κ.ά.)

Η Ε.Ζ. δεν κινείται προς την κατεύθυνση εκδημοκρατισμού του σχολείου, γιατί οι αλλαγές για την ‘αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης’ δε συνδέονται με θεσμικές αλλαγές στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος και του κοινωνικού του προσανατολισμού. Οι διακηρύξεις περί ‘αυτονόμησης των εκπαιδευτικών’ αναιρούνται από την απαίτηση του Π.Ι. ‘να υποβάλλονται οι δραστηριότητες της Ε.Ζ. για έγκριση στον αρμόδιο σχολικό σύμβουλο’. Ενώ, οι αναφορές περί αποδέσμευσής της από τις ‘παραδοσιακές’ διαδικασίες αξιολόγησης και επιβράβευση - ενθάρρυνση της συμμετοχής είναι φληναφήματα, αφού η κουλτούρα του σχολείου εγκλωβίζει τους μαθητές σε συγκεκριμένες ικανότητες, δεξιότητες και συμπεριφορές που δεν αναιρούνται εύκολα στην υποτιθέμενη (δίωρη ή τρίωρη) ‘όαση’ της Ε.Ζ. Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί είναι δύσκολο να αποβάλλουν το ρόλο της εποπτείας αξιολόγησης, που εμπεδώνει σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας και να μετατραπούν σε δημιουργικούς καθοδηγητές των μαθητών, όταν η κρατική πολιτική έχει επιβάλλει ένταση της αξιολόγησης για τους ίδιους.

Στη σημερινή κοινωνικοπολιτική συγκυρία, ο κίνδυνος απόρριψης μεθόδων και αρχών της προοδευτικής εκπαίδευσης από τους εκπαιδευτικούς ή περισσότερο, μετατροπής τους σε αποστεωμένη-τυποποιημένη καρικατούρα στην πράξη, είναι ορατός.

Ωστόσο, η εφαρμογή της μεθόδου project μπορεί να αποτελέσει πεδίο αγώνα στο πλαίσιο της Ε.Ζ. για όσους ενδιαφέρονται για την αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και την άμβλυνση της συμβολής της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας. Σ’ αυτό συνεισφέρουν τα χαρακτηριστικά της μεθόδου, που αποτελούν και επίμαχα σημεία για το σημερινό σχολείο: θεματολογία με βάση τα ιστορικοκοινωνικά προσδιορισμένα ενδιαφέροντα μαθητών, μελέτη θεμάτων σ’ όλες τους τις προεκτάσεις – ανάπτυξη του μαθαίνω πώς να μαθαίνω, συγκρότηση μεικτών ομάδων εργασίας και αναίρεση διαχωρισμών (επιδόσεων, φύλου, εθνικότητας), κατανομή ρόλων στην ομάδα που διευκολύνουν την ένταξη των μαθητών, παραγωγή συλλογικού αποτελέσματος με κοινωνική επίδραση.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

ΕπιστροφήΕπιστροφή ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα