Του Γ. Μαυρογιώργου : Εάν και όταν οι «ειδικοί» του Υπουργείου Παιδείας αντιγράφουν!

Στα Πανεπιστήμια

Στην ιστοσελίδα logoklopi.weebly.com  διαβάζω ότι :“Η λογοκλοπή συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, ιδιαίτερα όταν διαπράττεται από μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας” (Κώδικας Ακαδημαϊκής Δεοντολογίας Παν/μίου Θεσσαλίας)

Συνεχίζω από την  ίδια ιστοσελίδα και παραθέτω κατά λέξη: «Σύμφωνα με το διεθνή και τον ελληνικό Κώδικα Ακαδημαϊκής Δεοντολογίας, η λογοκλοπή, δηλαδή η ιδιοποίηση ξένων επιτευγμάτων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παραπτώματα τα οποία μπορεί να διαπράξει κάποιος φοιτητής ή διδάσκων στο Πανεπιστήμιο. Παράλληλα, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί να επιφέρει βαρύτατες χρηματικές ποινές ή ακόμη και φυλάκιση για τον παραβάτη που διώκεται στα ποινικά δικαστήρια.

Τι ορίζουν οι σχετικοί κανονισμοί για τη λογοκλοπή;

Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Γενικού Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας των Α.Ε.I. (ΦEK 220, 3.11.2008): «Πειθαρχικά παραπτώματα για τα μέλη Δ.Ε.Π. ή Ε.Π., Ε.Ε.ΔΙ.Π. ή Ε.ΔΙ.Π., Ε.Τ.Ε.Π. και το λοιπό βοηθητικό και έκτακτο διδακτικό− εκπαιδευτικό προσωπικό των Α.Ε.Ι., καθώς και για τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές ή σπουδαστές και υποψήφιους διδάκτορες συνιστούν η παραβίαση των κείμενων διατάξεων της νομοθεσίας για τα Α.Ε.Ι., η παραβίαση των αποφάσεων των οργάνων του ιδρύματος και η παραβίαση των κανόνων συμπεριφοράς που πρέπει να επιδεικνύουν τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, ώστε να μην διαταράσσεται η δημοκρατική λειτουργία και να μην θίγεται το κύρος του Α.Ε.Ι. και των λειτουργών του. Ειδικότερα, πειθαρχικά παραπτώματα συνιστούν ιδίως: α) Η συνειδητή αποσιώπηση της άμεσης ή έμμεσης συνεισφοράς άλλων προσώπων στο αντικείμενο της επιστημονικής τους έρευνας και διδασκαλίας».

Σύμφωνα με το  άρθρο 3 παρ. 3 του Κώδικα Δεοντολογίας στην Έρευνα του ΑΠΘ

«Οι ερευνητές δεν πρέπει να επαναλαμβάνουν προηγούμενες έρευνες άλλων… Η λογοκλοπή και η ιδιοποίηση ξένων επιτευγμάτων απαγορεύονται. Οφείλουν επίσης, να ενεργούν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις επιταγές της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας για την προστασία της πνευματικής νομοθεσίας και των εφευρέσεων κατοχυρωμένων με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, (ν. 1733/1987, 1883/1990, 2029/1992, 2128/1993, π.δ. 77/1988, 16/1991, 321/2001, ν 8121 /1993)».

Μερικές από τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις που εμπίπτουν στην έννοια της λογοκλοπής ακολουθούν παρακάτω (από ανυπόγραφο κείμενο στο διαδίκτυο):

  • «Η παρουσίαση της δουλειάς κάποιου άλλου ως δική σου
  • Η αντιγραφή λέξεων ή ιδεών από άλλους χωρίς να αναφέρεται η πηγή από όπου προέρχονται (με τη χρήση παραπομπών)
  • Η μη χρήση εισαγωγικών («…») σε φράσεις ή παραγράφους που έχουν γράψει άλλοι
  • Η χρήση παραπομπών που δεν ισχύουν
  • Η απλή παραλλαγή των φράσεων (παράφραση) που ανήκουν σε κάποιον άλλο χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτόν (με τη χρήση παραπομπής)
  • Η κατά λέξη μετάφραση ξενόγλωσσων κειμένων – παραγράφων – προτάσεων στην ελληνική γλώσσα
  • Η διαδικασία «κόψε – ράψε» ακόμη και με τη χρήση παραπομπών»

 

Στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης

Σε σχετικά πρόσφατο κείμενο υποστήριζα πως  «Όλοι μας έχουμε μικρή ή μεγάλη εμπειρία από τη σημασία που δίνει το σχολείο και το πανεπιστήμιο στην αντιμετώπιση  της αντιγραφής. Όλοι μας έχουμε μνήμες από  απίθανες ιστορίες και επινοήσεις αντιγραφής στις σχολικές εργασίες και κυρίως στις εξετάσεις. Οι κυρώσεις που προβλέπονται είναι πολύ βαριές: μονογραφή του γραπτού και μηδενισμός, αποβολή από την εξέταση, χαρακτηρισμός της διαγωγής, κ. α.. Ωστόσο, με τις εξετάσεις και τη βαθμολόγηση των γραπτών, επιβραβεύεται με άριστα η μνημονική αντιγραφή συναφών αποσπασμάτων από τις σχετικές σελίδες του βιβλίου. Είναι ενδιαφέρον ότι  ακόμη και στις προφορικές εξετάσεις γίνεται, συνήθως, η υπενθύμιση «κλείσε το βιβλίο… όχι από μέσα»(: μπορείς να αντιγράψεις, αλλά απέξω).

Θα λέγαμε ότι έχουμε  να κάνουμε, σε τελευταία ανάλυση, με μια εκπαίδευση  παπαγάλων που απαγορεύει την αντιγραφή και τα «σκονάκια» αλλά την ίδια στιγμή  με συστηματικό τρόπο επιβραβεύει τη μνημονική  αντιγραφή και  διδάσκει  μαθήματα  νόμιμης κλοπής  της πνευματικής ιδιοκτησίας άλλων. Έτσι, ετοιμάζει και  αντιγραφείς και πολίτες που επιβραβεύονται για την άκριτη αποδοχή απόψεων, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτονται, να συνθέτουν και να δημιουργούν.

Φαίνεται πως  η τεχνολογία του copy-paste προσφέρεται για αποτελεσματικότερες, έξυπνες και εμπνευσμένες μορφές αντιγραφής. Γι αυτό και έχουν επινοηθεί και προγράμματα ανίχνευσης αντιγραφών και αντιγραφέων. Η μνημονική αποστήθιση, καθώς  επιτηρείται και επιβραβεύεται στην εκπαίδευση,  για πολλά χρόνια (περίπου  δεκαέξι) υποθάλπει την αντιγραφή και την κλεπτομανία.  Όταν κάποιος γράφει υπό επιτήρηση, δύσκολα αντιγράφει. Δε σημαίνει ότι δεν προσπαθεί. Καθώς δεν επιτρέπεται πρόσβαση σε πηγές μπορεί να «κλέβει μνημονικά». Μόλις βγει από τη ζώνη και το καθεστώς επιτήρησης,  μπορεί  να αντιγράφει προσφεύγοντας σε βιβλία και άλλες πηγές, χωρίς να καταπονεί τη μνήμη και τη σκέψη του. Υποθέτει πως, όταν και αν τον ανακαλύψουν, μπορεί και να τη γλυτώσει…».

Συμπερασματικά: Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης απαγορεύεται η αντιγραφή. Προβλέπονται κυρώσεις για πανεπιστημιακούς, φοιτητές (προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς) και μαθητές/τριες ή υποψήφιους για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αποκαλυπτικό για τη σημασία που αποδίδεται στην αντιγραφή είναι ο μηχανισμός επιτήρησης που στήνεται ενόψει διεξαγωγής των εισαγωγικών εξετάσεων. Οι «δάσκαλοι» χάνουν την ιδιότητά τους και μεταμφιέζονται σε επιτηρητές. Όποιος υποψήφιος συλλαμβάνεται αποκλείεται από τις περαιτέρω διαδικασίες εισαγωγής…

Εκεί στο ΥΠΑΙΘ, οι  «ειδικοί» μπορούν να αντιγράφουν;

Το ΥΠΑΙΘ ως θεματοφύλακας της προστασίας των «πνευματικών δικαιωμάτων» έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πάταξη φαινομένων κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας που συνιστά μια συγκεκριμένη μορφή διαφθοράς. Όταν καταγγέλλονται  κρούσματα λογοκλοπής εναντίον «ειδικών» του συμβουλευτικού επιτελείου του ΥΠΑΙΘ, το θέμα είναι άκρως ανησυχητικό και απαιτεί την άμεση αντιμετώπισή του. Θα παραθέσουμε τους σημαντικότερους λόγους:

  1. Εάν και όταν αντιγράφουν «ειδικοί», τους οποίους έχει επιστρατεύσει το ΥΠΑΙΘ για την υλοποίηση της εκπαιδευτικής του πολιτικής, έχουμε σαφείς ενδείξεις ότι δεν πρόκειται για  «ειδικούς» εμπειρογνώμονες. Οι ειδικοί έχουν μελετήσει και έχουν εμβαθύνει στα σχετικά ζητήματα, ώστε δε χρειάζεται να καταφεύγουν στην κλοπή της «πνευματικής ιδιοκτησίας» άλλων.
  2. Εάν και όταν οι «ειδικοί» του ΥΠΑΙΘ αμείβονται, και μάλιστα με κοινοτικά κονδύλια, η αμοιβή τους δεν αφορά στην κλοπή αλλά στην πρωτογενή παραγωγή σχεδίων νομοτεχνικών κειμένων ή εκπαιδευτικού υλικού ή άλλων εκπαιδευτικών μέσων. Από αυτή την άποψη, οι όποιες αμοιβές είναι καταχρηστικές και εισπράττονται εις βάρος του δημοσίου.
  3. Εάν και όταν οι «ειδικοί» του ΥΠΑΙΘ αμείβονται και αντιγράφουν, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ είναι υπόλογη απέναντι στα κοινοτικά όργανα, για τη διασπάθιση κοινοτικού χρήματος και διαφθορά.
  4. Εάν και όταν οι «ειδικοί» του ΥΠΑΙΘ αντιγράφουν, είναι ακατάλληλοι ώστε να ασκούν το συμβουλευτικό και υποστηρικτικό έργο στην υπόθεση της προώθησης της όποιας εκπαιδευτικής αλλαγής.
  5. Εάν και όταν οι «ειδικοί» του ΥΠΑΙΘ αντιγράφουν και μεταφέρουν στην Ελλάδα κακέκτυπα εκπαιδευτικά «προϊόντα» που έχουν προκαλέσει ζημιά στην εκπαίδευση άλλων χωρών, η ηγεσία του Υπουργείου  έχει την ευθύνη της απομάκρυνσής τους και την υποχρέωση της απόσυρσης των όποιων αντίστοιχων μέτρων που δεν είναι παρά εμπορεύματα-προϊόντα μιας λαθραίας αγοραπωλησίας, χωρίς επιστημονική εγκυρότητα. Πρόκειται για εκπαιδευτικά μέτρα «μαϊμού».
  6. Όταν και εάν συμβαίνουν αυτά, είναι βέβαιο ότι δοκιμάζονται οι αντοχές των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων. Δοκιμάζεται η ίδια η υπόσταση του δημόσιου σχολείου που δεν έχει ανάγκη από την εμπορευματοποίηση προϊόντων  κλοπής. Έχει ανάγκη από εμπεριστατωμένες και επεξεργασμένες προτάσεις για ένα δημόσιο και δημοκρατικό ελληνικό σχολείο, με δωρεάν εκπαίδευση για όλους και όλες.

Αναδημοσίευση από  http://www.alfavita.gr